Στο παρακάτω απόσπασμα από το μυθιστόρημα Το «10» του Μ. Καραγάτση, αποτυπώνεται ένας διάλογος με φιλοσοφικές διαστάσεις.
— Αν ο νόμος είναι λαθεμένος, μόνο να τον αλλάξουμε μπορούμε, όχι να τον παραβούμε...
Ο Βλάσης Κορνούτος κοίταξε το γιατρό σαρκαστικά, και τον ρώτησε.
— Εσύ, ιατρέ Αθανάσιε Κούγια, δεν παραβαίνεις ποτέ το νόμο;
— Τον παραβαίνω, αποκρίθηκε ο άλλος ήρεμα. Με ποιους όρους όμως τον παραβαίνω εγώ; Και με ποιους απαιτείς να τον παραβώ εγώ;
Με τη σιωπή του, ο δάσκαλος παραδέχτηκε το επιχείρημα του γιατρού.
— Ουσιαστικά, συνέχισε ο Θανάσης Κούγιας, ο νόμος απαγορεύει στη μαθήτρια να συνευρίσκεται με το δάσκαλό της και αντίθετα. Οι υπόλοιπες απαγορεύσεις του είναι νεκρό γράμμα, αν λογαριάσουμε ότι οι μαθήτριές σου κανονίζονται από άλλους άντρες, και συ κανονίζεις άλλες γυναίκες. Πέρασε πια η εποχή που η ανύπαντρη χαράμιζε τον οργανισμό της στο βωμό της αναγκαστικής παρθενιάς — ή έστω στην άβυσσο του αυνανισμού. Υπάρχουν άλλα ζητήματα, πολύ σοβαρότερα...
— Ναι, είπε ο δάσκαλος σιγανά. Η κακοτυχία και η αδικία.
— Για την κακοτυχία, θεραπεία δεν υπάρχει· οι μυστικές δυνάμεις είναι ανεξέλεγκτες. Η αδικία όμως μπορεί να διορθωθεί, ή κιόλας να μετριαστεί.
— Οπωσδήποτε. Ας είναι όμως καλά όχι τόσο οι ιδιοτελείς δημιουργοί της αδικίας τα συμφέροντά τους κοιτάν οι άνθρωποι! Όσο οι ανιδιοτελείς ιδεολόγοι που επιμένουν να μη βλέπουν την αλήθεια...
Με το λόγο αυτό, ο δάσκαλος μεμφόταν το γιατρό επειδή δεν παραδεχόταν ότι ο Μαρξισμός ήταν πανάκεια κάθε κοινωνικής αδικίας. Ο Θανάσης Κούγιας χαμογέλασε μ’ επιείκεια κι είπε:
— Τί εστίν αλήθεια; Αυτός είναι ο πιο σωστός λόγος που είπε ο Χριστός. Και δημιουργήθηκε το οξύμωρο φαινόμενο, ο Χριστιανισμός να βασίζεται στο δόγμα της Αλήθειας του Χριστού, δηλαδή του ανθρώπου που διακήρυξε ότι Αλήθεια δεν υπάρχει!
— Έξυπνη παρατήρηση! Θαύμασε ο Βλάσης Κορνούτος. Το μυαλό σου κόβει, γιατρέ! Κι απορώ πώς δεν κατανοείς την αλήθεια του Μαρξισμού!
— Επειδή συμφωνώ με το Χριστό, ότι Αλήθεια δεν υπάρχει... Όλες οι θρησκείες, όλα τα φιλοσοφικά και κοινωνικά συστήματα διεκδικούν το μονοπώλιο της Αλήθειας, το καθένα για λογαριασμό του. Εσύ ο Μαρξιστής απορείς πώς εγώ ο έξυπνος, δεν κατανοώ την Αλήθεια σου. Την ίδια ακριβώς απορία θα σου εξέφραζε ο ορθόδοξος χριστιανός, ο καθολικός χριστιανός, ο διαμαρτυρόμενος χριστιανός, ο βαπτιστής χριστιανός, ο ευαγγελιστής χριστιανός, ο πουριτανός χριστιανός, ο κουάκερος χριστιανός, ο μορμόνος χριστιανός, ο παλαιοημερολογίτης χριστιανός, ο σουνίτης μωαμεθανός, ο σεϊτης μωαμεθανός, ο βραχμανιστής, ο κομφουκιστής, ο βουδδιστής, ο πλατωνικός, ο επικούρειος, ο στωικός, ο καντιανός, ο δημοκρατικός, ο αρχιομαρξιστής, ο φασιστής, κι άλλοι πολλοί ων ουκ έστι αριθμός. Αμέτρητες οι Αλήθειες που, από αρχαιοτάτων χρόνων ώς σήμερα, διατείνονται ότι μπορούν να θεραπεύσουν την κοινωνική αδικία και να εξασφαλίσουν την ομαδική ευτυχία! Εγώ όμως μία μόνον Αλήθεια διαπίστωσα: ότι τα δεινά αυτά ζουν βασιλεύουν και τον κόσμο διαφεντεύουν!
— Θα μπορούσα να σου αποκριθώ...
— Κι άλλοι θα μπορούσαν να μου αποκριθούν ότι η Αλήθεια του καθενός «θα»... Το επαγωγικό συμπέρασμα δεν μπορεί να με πείσει, αλλά μόνον το πείραμα· και το πείραμα πάντοτε απότυχε. Όλες αυτές οι θεωρίες είναι αντίθετες στην ανθρώπινη φύση. Μόνον η βιολογική εξέλιξη, διαμορφώνοντας κοινωνία απαρτιζόμενη από τελειότερους ηθικά ανθρώπους, ίσως μπορέσει ν’ αντιμετωπίσει πραχτικά το πρόβλημα. Προς το παρόν, μόνο ένα πραχτικό φάρμακο υπάρχει: η συγκεκριμένη αγάπη προς τον άνθρωπο, κι όχι η αφηρημένη. Να βοηθήσης το δικό σου, το φίλο σου, το συνάδελφό σου, το γείτονά σου· τον οποιοδήποτε συναντήσης στο δρόμο της ζωής σου. Τ’ άλλα είναι μάταια...
Ο δάσκαλος σώπασε. Όχι ότι η επιχειρηματολογία του γιατρού τον είχε πείσει· αλλά καταλάβαινε πως δεν τά ’βγαζε πέρα με τη διαλεχτική του φίλου του. [...]
Μ. Καραγάτσης, Το «10», Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 41983, σ. 140-143 (α΄ έκδ.: 1960). Το απόσπασμα μεταφέρθηκε στο μονοτονικό, αλλά διατηρήθηκαν η ορθογραφία, η σύνταξη και η στίξη του αρχικού κειμένου.