Από την αφήγηση του Γιώργου Χειμωνά αναδύεται μια φιλοσοφικά φορτισμένη υπαρξιακή αναζήτηση, με ευδιάκριτη ανάπλαση και διαχρονική επέκταση των Επτά επί Θήβας του Αισχύλου.
[...]
παρουσιάστηκαν εφτά καμάρες σαν πύλες. Όρθιες η τρύπιες ημέρες κι όλες μαζί εφαίνονταν ερείπιο υδραγωγείο. Αλλά και σαν αψίδες κολλητές πάνω σε εγνατία κι ετοιμόρροπες οι αποκεφαλισμένες τιτανομαχίες και ρημαγμένες οι μάχες των λαών και σκίστηκαν οι τεντωμένες κνήμες των πολεμιστών κι ανάβλυζαν σκληρά βρύα κι εκείνος ο ταπεινός ήλιος του πηλού. Εφτά άνθρωποι στέκουν στις καμάρες κι ατενίζουν προς τα μέσα. Η αδελφή τούς παρατηρεί με αδιαφορία. Μ’ εκείνο το βλέμμα σαν πρησμένο των ετοιμοθανάτων. Αλαζονικά ο καθένας κατέχει την καμάρα του κι όλοι φορούν άσπιλες ενδυμασίες πολέμου και μοιάζαν με ευαγγελιστές με τα ειδικά σημάδια. Ολόισια ακτινοβολούν όπως η αλήθεια την ώρα που πεθαίνει. Ένας πατά πάνω σε αίματα ζώων κι ο εραστής του ο μάντης τον παρακαλεί μη περνάς και του φιλά τα πόδια. Όμως αυτός λυσσομανά και ταράζεται.
σαν κροταλίας του μεσημεριού και με κλαγγές που μοναχά ο ήλιος μπορεί και βγάζει. Τρία βουνά κουβαλά επάνω στο κεφάλι του και σειούνται οι βαθειές τους σκιές κι οι χαίτες των δασών τους και πίσω από την ασπίδα έχει κρυμένες εκκλησίες που με τις χάλκινες καμπάνες τους βοούν κι αγγέλλουνε τον τρόμο. Η υπερκόσμια ασπίδα του έχει έναν ουρανό κι εκεί στην μέση του μάτωνε ακόμα ο κομένος ομφαλός της νύχτας φεγγάρι το πρωτότοκο
Δεύτερος προβάλλει από την καμάρα που ονομάζεται. Χειρότερος από τον πρώτο βρίζει λυσσασμένα τον θεό κι αυτός τα βάζει με τον θεό κι όχι με τους ανθρώπους. Σηκώνει ψηλά χοντρό εικόνισμα όπου έχει έναν γυμνόν άντρα να κρατά φωτιά και βγάζει μια φωνή ντυμένη στο χρυσάφι θα κάψω
Τρίτος επάνω σε αφηνιασμένο άρμα και τον περιτυλίγει ο σφυριχτός ρόγχος των αλόγων καθώς οι ακράτητες αναπνοές τους χυμάν με αφρούς και μ’ αίματα μέσα σε σιδερένιες σάλπιγγες που είναι μπηγμένες βαθειά στα ξεσκισμένα τους ρουθούνια σαν αιδοία και στην ασπίδα του λαμποκοπά ένας πολεμιστής που σκαρφαλώνει πάνω στους τρούλους και με ολοζώντανες που τρέμουν συλλαβές ερεθίζει κι αυτός τον θεό να τον καταδιώξει αν τολμά από τα εφταπύργια. Τέταρτος άλλος
βαστάζει στη ράχη ένα ολόκληρο αλώνι όπου μανιάζει ένας τυφώνας και βγάζει φωτιές μαύρους καπνούς και το αλώνι περικυκλωμένο φίδια σαν πλεκτάνες φιδιών
Τον πέμπτο λέω αγένειο παιδί κι αφίλητο. Έρχεται από τα βουνά κι έχει μαζί την θηλυκιά του μιαν αίγα που φορά αστραφτερά στολίδια αγαπημένης. Δασύς έφηβος θρεμένος με στύφνο κι άγρια μούρα και στην ασπίδα του ένας φριχτός αρχάγγελος που ζει από το ωμό κρέας κρατά κάτω από τα νύχια του έναν άνθρωπο και τον κρατά μη κουνηθεί ώστε να τον πετύχει ο θάνατος
Αλλά ο έκτος κι η ασπίδα του σβηστή. Με λυπημένα μάτια σε άλλα οδηγεί
και σιωπά.
Τώρα ο έβδομος
εκεί στις έβδομαις τις πύλαις είναι ο άλλος αδελφός. Aπαίσια μεταμφιεσμένος σε γυναίκα που παριστάνει την Δίκη και με λάσπες βαφές στην άθλια όψη να φαίνεται γυναίκα. Ολόκληρος σε άσπρα υφάσματα που τον σκεπάζουν από παντού κι η αιματηρή του στύση αιμάτωνε τα γυναικεία πέπλα. Αμίλητος υψώνει μιαν αμείλιχτη ασπίδα προς τον αποκαθηλωμένο με την άταφη σιωπή. Επάνω στην ασπίδα είναι ένας ολόχρυσος να τον οδηγεί μια Δίκη που σύγκορμη ακούγεται μέσα από γράμματα βαθειά. Να μιλά κι αντηχούν οι αιώνες σαν στοές θα οδηγώ τον άνθρωπο αυτόν να επιστρέφει να πάρει.
Γιώργος Χειμωνάς, Πεζογραφήματα, εισαγ.-επιμ.-χρονολ. Ευριπίδης Γαραντούδης, Καστανιώτης, Αθήνα 2005, σ. 337-341. Διατηρήθηκε η ορθογραφία της έκδοσης.