Στις τάσεις αυτές της λογοτεχνικής κριτικής είναι εμφανής η θεωρητική παραδοχή ότι η ίδια η ανάγνωση είναι εγγεγραμμένη σε ένα δίκτυο υλικών πρακτικών και πολιτισμικών σχέσεων. Αντίστοιχα, στις συναφείς επιστημονικές μελέτες εντοπίζεται η έμφαση στην ετερότητα, η ανάλυση των εξουσιαστικών σχέσεων, η εστίαση στις έμφυλες αποκλίσεις, η αμφισβήτηση της προοδοκεντρικής εξέλιξης της ιστορίας, η κριτική στον «δυτικό λογοτεχνικό κανόνα» κλπ. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που, ασκώντας κριτική σε αυτή την «υπερ-πολιτικοποίηση» των αναγνωστικών θεωριών, υποστηρίζουν πως η ολοένα και μεγαλύτερη απομάκρυνση από το ίδιο το λογοτεχνικό κείμενο έχει οδηγήσει σε μια επίπλαστη και συχνά γραμμική «κυκλοφορία» των νοημάτων, που αναιρεί την αισθητική ιδιαιτερότητα αλλά και τη μερική αυτονομία των λογοτεχνικών έργων. Σε ορισμένες μελέτες, η εύκολη διολίσθηση από τον Shakespeare στα ονειροκριτικά εγχειρίδια, και από την Τρικυμία στην αποικιακή πολιτική της ελισαβετιανής Αγγλίας δεν αναιρεί μόνο την ειδοποιό διαφορά και τους ιδιαίτερους τροπισμούς της λογοτεχνίας έναντι άλλων λογοθετικών σχηματισμών, αλλά, το κυριότερο, συγκαλύπτει τους ιστορικούς αναχρονισμούς που επινοεί η ίδια η σύγχρονη θεωρία για να προβάλει τις δικές της πολιτικές ανησυχίες στο μακρινό λογοτεχνικό παρελθόν.
Πράγματι, στις αναγνωστικές θεωρίες, η επιλεκτική προτίμηση και η συχνά πανηγυρική υπόδειξη ορισμένων νοηματικών κόμβων στα λογοτεχνικά έργα, οδήγησε σε αυτό που επιτυχώς ο Fredric Jameson έχει ονομάσει «ιδεολογίες της διαφοράς». Εγκλωβισμένες ανάμεσα στο «δικαίωμα στη διαφορά» και στο «εγκώμιο της διαφοράς», πολλές αναγνωστικές θεωρίες μοιάζουν να ξεχνούν ότι η λογοτεχνία είναι εντέλει γραμμένη από ανθρώπους, για να διαβαστεί από ανθρώπους που θέλουν να σκεφτούν για «τα ανθρώπινα». Δεν είναι τυχαίο ότι ο κατεξοχήν θεωρητικός που επιμένει στην ιδέα της «ανθρωπιστικής κριτικής», ο M.H. Abrams, τονίζει συχνά ότι αυτή η μερικευμένη γνώση και ο συχνά ασύδοτος κατακερματισμός των ερμηνευτικών κοινοτήτων, έχει εξωθήσει πολλά θεωρητικά ρεύματα από την «ερμηνευτική της δυσπιστίας» στην «ερμηνευτική της παράνοιας». Σε αυτό μάλιστα που ο ίδιος ονομάζει «Εποχή της Ανάγνωσης», διατυπώνει τους φόβους και τις ανησυχίες του για
τη συστηματική εξαφάνιση του ανθρώπινου παράγοντα από όλες τις όψεις της παραδοσιακής θεώρησης για τη γένεση, την ουσία, την ανάγνωση και το νόημα του λογοτεχνικού έργου.