Η δεκαετία του ’60 υπήρξε πολλαπλώς ευνοϊκή όχι μόνο για την «επαναπολιτικοποίηση της κουλτούρας», αλλά και για τη στροφή σε νέα κοινωνικά υποκείμενα που συμμετείχαν ενεργά στην παραγωγή της. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αμφισβητήθηκε η αυθεντία του συγγραφέα ως προνομιακού παραγωγού του νοήματος, αλλά και η ίδια η έννοια του κειμένου ως «κλειστού συστήματος» νοημάτων. Το δοκίμιο του Roland Barthes για «τον θάνατο του συγγραφέα» (1967), το φουκωϊκό ερώτημα για το «τί είναι ο συγγραφέας (1969), η ντεριντιανή κριτική στη «μεταφυσική της παρουσίας» έδιναν ήδη το θεωρητικό στίγμα μιας νέας μεθοδολογικής προσέγγισης, που απομακρυνόταν από την ανίχνευση των «συγγραφικών προθέσεων», ενώ παράλληλα τόνιζε τις ίδιες τις κειμενικές λειτουργίες και τις ερμηνευτικές στρατηγικές. Προωθώντας την ιδέα της «κατασκευής του νοήματος», μια σειρά από θεωρητικούς της λογοτεχνίας απέρριψαν την ιδέα μιας ομοιογενούς αναγνωστικής ατομικότητας και ενός «κοινά αποδεκτού» νοήματος. Σταδιακά έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στα «υποκείμενα πολλαπλών θέσεων» που προβάλλουν στα κείμενα τα δικά τους ερμηνευτικά προτάγματα. Ταυτόχρονα, οι νέες αναγνωστικές θεωρίες διερευνούσαν την «πολιτική των θεσμών» (εκπαίδευση, αγορά, Μ.Μ.Ε.) που διαμορφώνουν τις προσδοκίες του αναγνωστικού κοινού. Η θεωρητική στροφή προς την ανάγνωση (και τους αναγνώστες) καθιστούσε σαφές πως το νόημα δεν ήταν πια μια εγγενής ιδιότητα του κειμένου, αλλά μια συμμετοχική και διαδραστική διαδικασία, εξαρτώμενη από το πολιτισμικό πλαίσιο της ανάγνωσης.