Το γλωσσικό ζήτημα έπαιξε καθοριστικό ρόλο για τη διαμόρφωση των αναγνωστικών συμπεριφορών αλλά και για τη σχέση της ιδεολογίας με τους εκπαιδευτικούς θεσμούς. Στην περίοδο του «μαχόμενου δημοτικισμού», οι απόπειρες για μετάφραση του Ευαγγελίου («Ευαγγελικά», 1901) και αρχαίων δραμάτων («Ορεστειακά», 1903) προκαλούν σοβαρές αντιδράσεις, συνοδευμένες με αιματηρά επεισόδια. Μερικές δεκαετίες αργότερα, το ζήτημα θα κορυφωθεί, με αφορμή τα σχολικά αναγνωστικά. Το βιβλίο του Ζαχαρία Παπαντωνίου Τα Ψηλά Βουνά κυκλοφόρησε αρχικά ως αναγνωστικό της Γ΄ τάξης του δημοτικού σχολείου, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του Ελευθερίου Βενιζέλου, της περιόδου 1917-18, και ήταν το πρώτο σχολικό αναγνωστικό στη δημοτική γλώσσα. Η κυβέρνηση του Βενιζέλου εξέφρασε έμπρακτα τις νέες εκπαιδευτικές, αισθητικές και γλωσσικές αντιλήψεις της, προτείνοντας την καθιέρωση της δημοτικής στις τέσσερις πρώτες τάξεις του δημοτικού.
Το βιβλίο επαινέθηκε από τον Κ. Παλαμά και τον Γρ. Ξενόπουλο για την παιδαγωγική και λογοτεχνική του αξία, τη ζωντανή δημοτική γλώσσα και την τυπογραφική του καλαισθησία. Το 1920, ωστόσο, μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές, το έργο αποσύρθηκε και ρίχτηκε στην πυρά από μια «Επιτροπεία» του υπουργείου Παιδείας, που το χαρακτήρισε «χυδαίο, εγκληματικό και ανήθικο», ενώ ο ίδιος ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, κατηγορήθηκε ότι διαφθείρει τα παιδιά, καταργεί τη θρησκεία και την οικογένεια και προωθεί την αθεΐα. Συνολικότερα για τα βιβλία της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, το πόρισμα της σχετικής Επιτροπείας του Υπουργείου Παιδείας (1921) ήταν βίαια απορριπτικό: «να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων και καώσι […] ως έργα ψεύδους και κακόβουλου προθέσεως». Το 1974, Τα Ψηλά Βουνά ξανατυπώθηκαν για τα δημοτικά σχολεία της Μεταπολίτευσης. Στις μέρες μας παραμένουν ακόμη μια από τις πιο δημοφιλείς επιλογές στα προγράμματα της παιδικής φιλαναγνωσίας. Ένα από τα πιο γνωστά αποσπάσματα του βιβλίου, που παρέμεινε ριζωμένο για χρόνια στις αναγνωστικές συνειδήσεις λόγω της επιλογής του γλωσσικού ύφους, ήταν η περίφημη «Κατάρα του πεύκου».
Η κατάρα του πεύκου
1
«Γιάννη, γιατί έκοψες τον πεύκο; γιατί; γιατί;» — Αγέρας θάναι, λέει ο Γιάννης και περπατεί.
Ανάβει η πέτρα, το λιβάδι βγάνει φωτιά· νάβρισκε ο Γιάννης μια βρυσούλα, μια ρεματιά!
Μες το λιοπύρι, μες στον κάμπο νά ένα δεντρί… Ξαπλώθη ο Γιάννης αποκάτου, δροσιά να βρη.
Το δέντρο παίρνει τα κλαριά του και περπατεί! «Δεν θ’ ανασάνω» λέει ο Γιάννης «γιατί, γιατί;»
2
— «Γιάννη, πού κίνησες να φτάσης;» — «Στα Δυο χωριά». — «Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτου; Πολύ μακριά!»
— «Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω. τί έφταιξα γω; Σκιάζεται ο λόγκος και με φεύγει, γι’ αυτό είμαι δω.
»Πότε ξεκίνησα; Είναι μέρες… για δυο, για τρεις… Ο νους μου σήμερα δεν ξέρω, τ’ είναι βαρύς».
— «Νά μια βρυσούλα, πιε νεράκι να δροσιστής». Σκύβει να πιη νερό στη βρύση, στερεύει ευθύς.
3
Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες, φεύγει ο καιρός· στον ίδιο τόπο είν’ ο Γιάννης, κι ας τρέχει εμπρός…
Νά το χινόπωρο, νά οι μπόρες! μα πού κλαρί; Χτυπιέται ορθός με το χαλάζι, με τη βροχή.
«Γιάννη, γιατί έσφαξες το δέντρο, το σπλαχνικό, πούρριχνεν ίσκιο στο κοπάδι και στο βοσκό;»
4
»Ο πεύκος μίλαε στον αέρα —τ’ ακούς, τ’ ακούς;— και τραγουδούσε σα φλογέρα στους μπιστικούς.
«Φρύγανο και κλαρί που πήρες και τις δροσιές και το ρετσίνι του ποτάμι απ’ τις πληγές.
»Σακάτης ήτανε κι ολόρθος, ώς τη χρονιά, που τον εγκρέμισες για ξύλα, Γιάννη φονιά!»
5
— «Τη χάρη σου, ερημοκλησάκι, την προσκυνώ, Βόηθα να φτάσω κάποιαν ώρα και να σταθώ…
Η μάνα μου θα περιμένει κι έχω βοσκή… κι είχα και τρύγο… Τί ώρα νάναι και τί εποχή;
»Ξεκίνησα το καλοκαίρι —να στοχαστής— κι ήρθε και μ’ ήβρεν ο χειμώνας μεσοστρατίς.
»Πάλι Αλωνάρης και λιοπύρι! πότε ήρθε; πώς; Άγιε, σταμάτησε το λόγκο, που τρέχει εμπρός.
»Άγιε, το δρόμο δεν τον βγάνω —με τί καρδιά;— Θέλω να πέσω να πεθάνω, εδώ κοντά.»
6
Πέφτει σα δέντρο απ’ το πελέκι… Βογκάει βαριά. Μακριά του στάθηκε το δάσος, πολύ μακριά.
Εκεί τριγύρω ούτε χορτάρι, φωνή καμιά. Στ’ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο, στην ερημιά.
Ζαχαρίας Λ. Παπαντωνίου, Τα Ψηλά Βουνά. Αναγνωστικό της Γ΄ Δημοτικού, Εκδοστικός οίκος Δημητράκου, Αθήνα 41929, σ. 81-83 (α΄ έκδοση: 1918). Φωτογραφική ανατύπωση για την εφημερίδα Το Βήμα (Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη Α.Ε. 2013).