Η λογοτεχνία ως προνομιακό συμβολικό σύστημα ενεργοποιεί ποικίλες αναπαραστάσεις της πραγματικότητας, μέσα από τις οποίες γίνεται αντιληπτή η πραγματική και φαντασιακή θέαση του κοινωνικού κόσμου. Από αυτή την άποψη, συνδέεται οργανικά με την ιδεολογία, καθώς, σύμφωνα με τον μαρξιστή θεωρητικό Louis Althusser, και η ίδια η ιδεολογία αναφέρεται στη φαντασιακή σχέση των κοινωνικών υποκειμένων με την πραγματικότητα. Όπως έχει δείξει, άλλωστε, ήδη από το 1929, ο B.N. Voloshinov στο κεφαλαιώδες έργο του Μαρξισμός και φιλοσοφία της γλώσσας (1998), τόσο η γλώσσα όσο και η ιδεολογία διαθέτουν υλικές και συμβολικές όψεις που αποκτούν συγκεκριμένο νόημα μόνο μέσα σε ένα κοινωνικά οργανωμένο και ιστορικά προσδιορισμένο επικοινωνιακό περιβάλλον. Το περιβάλλον αυτό καθορίζει τα συμφραζόμενα των λεκτικών πράξεων και των αναγνωστικών πρακτικών, με αποτέλεσμα η σημασία τους να προκύπτει μέσα από μια σημειωτική διαδικασία που αναπαριστά, διαθλά και τελικά μεταμορφώνει την πραγματικότητα.
O Voloshinov τοποθετεί την αναπαραστατική δυνατότητα των δύο συστημάτων, της γλώσσας και της ιδεολογίας, στον «ιδιαίτερο κόσμο των σημείων», θεωρώντας ότι η παραγωγή, η κατανόηση και η αξιολόγηση του νοήματος εξαρτάται από την κοινωνική και ιδεολογική συγκρότηση αυτού του σημειωτικού υλικού. «Η πραγματικότητα των ιδεολογικών φαινομένων είναι η αντικειμενική πραγματικότητα των κοινωνικών σημείων», παρατηρεί ο Voloshinov. Και προσθέτει:
Η λέξη είναι το κατεξοχήν ιδεολογικό φαινόμενο. Όλη η πραγματικότητα της λέξης απορροφάται πλήρως σε αυτή τη λειτουργία ύπαρξής της ως σημείου.
Βολοσίνοφ 1998, 68-69· η υπογράμμιση δική μου
Συμπληρώνοντας την προβληματική του Voloshinov, ο M.M. Bakhtin υποστηρίζει πως η ιδεολογική προοπτική ενός λογοτεχνικού κειμένου και ιδιαίτερα ενός μυθιστορήματος αποτελεί σε μεγάλο βαθμό συνάρτηση των αφηγηματικών φωνών, των εστιάσεων, των λογοτεχνικών ειδών, και των κοινωνιολέκτων, που συνθέτουν το σύστημα εκφοράς του λογοτεχνικού λόγου. Το λογοτεχνικό κείμενο είναι φορέας ιδεολογίας, επειδή κάθε γλωσσικό σημείο είναι προϊόν κοινωνικών και ιδεολογικών ανταγωνισμών για την παραγωγή νοήματος· το νόημα τελεί σε καθεστώς κοινωνικής εκμίσθωσης.
Η σχέση, επομένως, λογοτεχνίας και ιδεολογίας δεν παραπέμπει σε ένα συγκεκριμένο είδος λογοτεχνίας (π.χ. τη «στρατευμένη» ή την «πολιτική» λογοτεχνία) ούτε σε έναν τρόπο ανάγνωσης της λογοτεχνίας· παραπέμπει στο σύνολο της λογοτεχνίας και της ερμηνείας της. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η ιδεολογική χειρονομία του λογοτεχνικού κειμένου μπορεί να αναχθεί σε απόλυτο και αποκλειστικό κριτήριο αξιολόγησής του· σε αυτή την περίπτωση, πολλά κλασικά αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας θα έπρεπε να απορριφθούν, γιατί δεν συμμορφώνονται με ορισμένη προοδευτική, συντηρητική ή «πολιτικώς ορθή» οπτική γωνία. Πέρα όμως από τέτοιες ή άλλες ιδεολογικές χρήσεις της λογοτεχνίας, η ιδεολογία είναι απαραίτητο και οργανικό συμφραζόμενο του διαλόγου που εγκαινιάζει ο αναγνώστης με το κείμενο, αφού η λογοτεχνία, όπως και όλη η τέχνη, είναι μια μορφή πολιτικής εμπειρίας: στον βαθμό που η δημιουργική φαντασία εμπεριέχει και τελικά μεταμορφώνει την πραγματικότητα, η τέχνη συναντιέται με τα προτάγματα της πολιτικής ως φαντασιακής ανίχνευσης ενός χειραφετημένου μέλλοντος για τις εκκοσμικευμένες ανθρώπινες κοινωνίες.