Η ανάγνωση, ως ιδεολογικά φορτισμένη πρακτική, συχνά επικεντρώνεται σε κείμενα με έντονα ιστορικά συμφραζόμενα. Με αφορμή το συγγραφικό έργο του Θανάση Βαλτινού, η κριτική κλήθηκε συχνά να πάρει θέση, επηρεασμένη από τα εξω-λογοτεχνικά συμφραζόμενα αλλά και από την ευρύτερη πολιτική κουλτούρα μιας εποχής. Στο παρακάτω άρθρο, ο φιλόλογος-ερευνητής Κωστής Δανόπουλος σχολιάζει το ιστορικό διάγραμμα της πρόσληψης της πεζογραφίας του Θανάση Βαλτινού.
[…]
O Βαλτινός στα πρώτα του βήματα, σύμφωνα με την κριτική, μορφολογικά και θεματικά εδράζεται στην παράδοση. Αντλεί από την σύγχρονη ελληνική ιστορία ή την κοινωνική ζωή και επεξεργάζεται τα θέματά του με απαράμιλλη αφαιρετικότητα και εκφραστική λιτότητα. Στο αρχικό αυτό στάδιο δεν προκαλούνται ιδεολογικές αντιδικίες. Ακόμα και η Κάθοδος των εννιά που πραγματεύεται την πορεία, στο τέλος του Εμφυλίου, εννιά ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού προς τον θάνατο (και την τελική επιβίωση του ενός που είναι και ο αφηγητής), αγκαλιάστηκε θερμά από την κριτική. Δεν ερμηνεύτηκε ως ήττα της αριστεράς, αλλά ως μια ηρωική έξοδος από τον αγώνα.
Οι κριτικές που θα γραφτούν τα επόμενα χρόνια για τα άλλα έργα του Βαλτινού, θα είναι ως επί το πλείστον θετικές ή φιλικά διακείμενες, ενώ μεγάλο μέρος των κειμένων αναπαράγουν μονότονα προηγούμενες κρίσεις. Σε άλλες περιπτώσεις οι αρθρογράφοι αδυνατούν να αντιληφθούν τη συνεχή επεξεργασία του πεζογραφικού υλικού και να διαγράψουν την αφηγηματική εξέλιξη της τέχνης του Βαλτινού.
Τα πράγματα όμως θα διαφοροποιηθούν με την έκδοση το 1994 του μυθιστορήματος Oρθοκωστά (εκδόσεις Άγρα), με το οποίο ο συγγραφέας θα διεισδύσει στα άδυτα της νεοελληνικής ιστορίας του Εμφυλίου για να ανιχνεύσει ορισμένες σκοτεινές γωνιές της και να χώσει βαθιά το νυστέρι σε κάποιες σκόπιμα αποσιωπημένες από την επίσημη Ιστορία ακρότητες της Αντίστασης στα χρόνια της Κατοχής. O τίτλος του βιβλίου παραπέμπει στο παμπάλαιο μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που βρίσκεται σε μια πλαγιά του όρους Πάρνωνα, και χρησιμοποιήθηκε από το EAM στον τελευταίο χρόνο της Κατοχής ως στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Σε αυτό κλείνονταν Ταγματασφαλίτες και άλλοι «αντιδραστικοί» και μέλη των οικογενειών τους, αλλά και αθώοι, ανένταχτοι ιδεολογικά και πολιτικά, που δεν είχαν καμία σχέση με τις κατηγορίες που τους αποδίδονταν. Εκείνο όμως που ενδιαφέρει τον Βαλτινό δεν είναι αποκλειστικά το ιστορικό γεγονός, όσο τα ανεξάλειπτα ίχνη που αφήνει η Ιστορία πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη. Εξάλλου όπως λέει και ο ίδιος: «Φυσικά η ιστορία λειτουργεί πάντα ως πλαίσιο σ’ ένα μυθιστόρημα ή ως πρόσχημα. Εκεί μέσα κινούνται άνθρωποι, ήρωες που πάσχουν, και κυρίως αυτό μ’ ενδιαφέρει.»
Ίσως η Oρθοκωστά να είναι η μοναδική περίπτωση μεταπολιτευτικού λογοτεχνικού κειμένου που προκάλεσε τέτοια συζήτηση, όχι όμως για τη λογοτεχνική του αξία, αλλά για τη συγκεκριμένη απεικόνιση του ιστορικού του πλαισίου. Γράφτηκαν αρκετές βιβλιοκρισίες, άρθρα και επιφυλλίδες, ακόμα και ένα ολόκληρο βιβλίο (Κώστας Βούλγαρης, H παρτίδα. Ένα παιχνίδι λογοτεχνίας και ιστορίας, Βιβλιόραμα 2004).
Ορισμένα από αυτά τα κείμενα στρέφονταν τόσο εναντίον του βιβλίου όσο και εναντίον του ίδιου του συγγραφέα για όσα δήλωνε στις συνεντεύξεις που έδινε στο ημερήσιο τύπο. Άλλες επίσης κριτικές ήταν απλά σκαριφήματα, γραμμένα εν θερμώ, με ύφος καταγγελτικό, προσβλητικό ή υβριστικό. Θα ήταν ενδιαφέρον να διερευνήσει κανείς την τυπολογία και την αρχιτεκτονική κατασκευή τους: πόση έκταση, λ.χ., αφιερώνεται στην υποκειμενική κάθε φορά σκιαγράφηση του ιστορικού πλαισίου και στις ιδεολογικές αντιρρήσεις του εκάστοτε συντάκτη, και πόση στη λογοτεχνική αξιολόγησή του;
Σε σχέση με το τελευταίο θα μπορούσα να εστιάσω σε ένα παράδειγμα. Πρόκειται για το άρθρο του Κώστα Bουκελάτου «H Oρθοκωστά του Θανάση Βαλτινού και το ιδεολόγημα: τι ελασίτης τι ταγματασφαλίτης». Τα τρία τέταρτα του κειμένου είναι ιστορική αφήγηση που καλύπτει την εποχή από την έναρξη του B’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, με επικέντρωση στην ιστορία των Ταγμάτων Ασφαλείας και τις πολλαπλές “μεταμφιέσεις” των μελών του μετά τη λήξη του πολέμου. O αρθρογράφος σχολιάζει και συνέντευξη του συγγραφέα στη Bένα Γεωργακοπούλου, για να διαπιστώσει ότι δεν μπορεί ο Βαλτινός από τη μια να υπερασπίζεται την καλλιτεχνική αξία της Oρθοκωστάς και από την άλλη να εμφανίζεται με μία συγκεκριμένη ιδεολογική αμφίεση και ταυτόχρονα να ζητάει να εξεταστεί το βιβλίο του σε συνθήκες ιδεολογικού κενού. O Bουκελάτος θεωρεί ότι ο πεζογράφος υπηρετεί την «αντικομμουνιστική ιδεολογία της μεταπολεμικής άρχουσας τάξης από την οποία ξεπήδησε και το ιδεολόγημα: “τι ελασίτης τι ταγματασφαλίτης” [...] Δεν λέμε με όλα αυτά ότι ο Θανάσης Βαλτινός κάνει με την Oρθοκωστά προπαγάνδα. Λέμε αντιθέτως ότι είναι ο Θανάσης Βαλτινός θύμα αυτής της αντικομμουνιστικής ιδεολογίας.» (σελ. 27).
Από το υπολειπόμενο ένα τέταρτο του άρθρου του Bουκελάτου, μένουν μόνο μερικές «κολοβές» και ατεκμηρίωτες γραμμές που σχολιάζουν την έλλειψη λογοτεχνικής αξίας: «Δίνει έτσι η Oρθοκωστά την εντύπωση μιας κατασκευής που στερείται αναπνοής. Οι ήρωες δεν πείθουν. Εμφανίζονται άκαμπτοι, χωρίς προσωπικότητα. Μιλούν σπασμωδικά και ομοιόμορφα. Εμφανίζονται σαν κουρντισμένα αυτόματα που απαγγέλλουν με τη βοήθεια κάποιου φωνητικού μηχανισμού. Δεν έχουν ψυχικό κόσμο. Πουθενά κάποια εσωτερική σχέση τους με τα όσα αφηγούνται. Πουθενά η τραγικότητα της εποχής και των ανθρώπων που την έζησαν. H μόνη τραγικότητα που διαπερνά την Oρθοκωστά είναι η αδυναμία του συσσωρευμένου υλικού να αποκτήσει τη δυναμική του μυθιστορήματος.» (σελ. 27).
Οι παραπάνω τοποθετήσεις καταδεικνύουν την αδυναμία του αρθρογράφου να ανιχνεύσει τα ιδιαίτερα εκείνα στοιχεία που συνιστούν το αφηγηματικό ύφος του Βαλτινού, για να αρθρώσει στη συνέχεια αξιόπιστο κριτικό λόγο για το μυθιστόρημα. Αυτό που τον ενδιαφέρει και εκλαμβάνει ως χρέος του είναι η προστασία της εθνικής μνήμης και η υπεράσπιση της ιστοριογραφίας της Αριστεράς. H λογοτεχνία δεν βρίσκεται στο άμεσο οπτικό και γνωστικό του πεδίο. Ανήκει και αυτός σε εκείνους που, επειδή διαφώνησαν με το ιστορικό περίγραμμα, αμφισβήτησαν και την οποιαδήποτε λογοτεχνική του αξία, μια και η λογοτεχνία πρέπει να βασίζεται στην αλήθεια και στην ηθική. Αν το περιεχόμενο είναι στρεβλό, συμπαρασύρεται και η οποιαδήποτε καλλιτεχνική πρόθεση.
Τελικά ένα μέρος του διαλόγου που αναπτύχθηκε γύρω από την Oρθοκωστά, διεξήχθη έξω από τον λογοτεχνικό στίβο, και δεν προώθησε τη φιλολογική έρευνα. Το «ανορθόδοξο» ιστορικό πλαίσιο εξελίχτηκε σε κριτήριο για τον έλεγχο και την έκδοση ετυμηγορίας υπέρ ή κατά της λογοτεχνικότητας του βιβλίου· δηλαδή η Ιστορία επικάλυψε τη λογοτεχνία, και το μυθιστόρημα δεν αποτιμήθηκε με τους όρους του είδους στο οποίο ανήκει. H στάση αυτή δεν είναι κάτι καινούργιο. Οι απόλυτες οριοθετήσεις, οι ιδεολογικές εμπάθειες, οι στεγανοποιήσεις, οι δυσκαμψίες, οι αντιπαραθέσεις κοσμοθεωριών, είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά μέρους της μεταπολεμικής κριτικής. Αρκεί να αναλογιστούμε, για παράδειγμα, τα όσα συνέβησαν με τις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Tσίρκα ή με τα πρώτα μυθιστορήματα του Αλέξανδρου Kοτζιά.
Ολοκληρώνοντας θα ήθελα να πω ότι η τύχη και η εμβέλεια της Oρθοκωστάς αλλά και η τοποθέτησή της με αισθητικούς όρους στην ιστορία των μορφών της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ελάχιστα θα εξαρτηθεί σε βάθος χρόνου από τις σύγχρονες αντιπαραθέσεις ή από την πρόσφατη συζήτηση για την αναθεώρηση της Iστορίας. H πρόσληψη του έργου θα είναι εντελώς διαφορετική από τους νεότερους αναγνώστες που δεν έχουν καμία βιωματική ή άλλη σχέση με τα διαδραματιζόμενα ιστορικά γεγονότα και τις μυθολογίες που τα συνοδεύουν.
Κωστής Δανόπουλος, «Σχόλια και κρίσεις για τα πρώτα κείμενα του πεζογράφου Θανάση Βαλτινού». Ο ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην εποχή του Διαφωτισμού και στον εικοστό αιώνα. Πρακτικά Γ΄ Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών. Διατίθεται εδώ .