Η στροφή προς τη θεωρία της πρόσληψης και τη θεωρία της αναγνωστικής ανταπόκρισης μετατόπισε το ενδιαφέρον των Λογοτεχνικών Σπουδών στις πρακτικές της ανάγνωσης και στην πολλαπλότητα των κειμενικών νοημάτων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τρεις ήταν οι σημαντικές τομές που έφερε αυτός ο θεωρητικός προβληματισμός: α) η αμφισβήτηση του λογοτεχνικού κανόνα, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό θεωρήθηκε ως θεσμικό αποτύπωμα της «λευκής ανδρικής αστικής κυριαρχίας»· β) η έμφαση στις ερμηνευτικές στρατηγικές ως επεξηγηματικές δράσεις που σχετίζονται με τις ταυτοτικές ανάγκες μιας ορισμένης κοινότητας· γ) η δημιουργία ομόκεντρων κύκλων αλληλεπίδρασης ανάμεσα στον ιδεατό αναγνώστη, τον «εγγεγραμμένο αναγνώστη» και τον πραγματικό «εμπειρικό» αναγνώστη των λογοτεχνικών κειμένων. Αυτές οι τομές προσδιόρισαν την επενέργεια της ιδεολογίας στο πεδίο της ανάγνωσης, εγκαινιάζοντας έναν τύπο έρευνας που οδηγούσε σε μια πιο «πολιτική ερωτηματοθεσία»:
- Ποιος διαβάζει τί και γιατί;
- Μέσα σε ποια ιστορική συγκυρία διαμορφώνονται συγκεκριμένες αναγνωστικές τάσεις και συμπεριφορές;
- Πώς προσλαμβάνεται η κατηγοριοποίηση των αναγνωστικών διακρίσεων ανάμεσα στη λόγια και στη λαϊκή/μαζική λογοτεχνία;
- Ποιες είναι οι πολιτισμικές συνθήκες που ευνοούν τη δημοφιλία ορισμένων λογοτεχνικών ειδών σε επιμέρους αναγνωστικές κοινότητες;
- Πώς μπορούμε να ξαναγράψουμε την ιστορία της λογοτεχνίας ιδωμένη από τη σκοπιά της ιστορίας της ανάγνωσης;
Συμπυκνώνοντας, σχηματικά και συνοπτικά, ορισμένους βασικούς άξονες αυτής της θεωρητικής στροφής, μπορούμε να πούμε πως η «αναγνωστική κριτική» πράγματι άλλαξε το τοπίο των Λογοτεχνικών Σπουδών, καθώς τα ιδεολογικά συμφραζόμενα της ανάγνωσης έπαψαν να θεωρούνται μια εξω-κειμενική παράμετρος και θεωρήθηκαν οργανικό τμήμα των ερμηνευτικών στρατηγικών. Στις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές της, η θεωρία της αναγνωστικής ανταπόκρισης συγκρότησε μια νέα «λογοτεχνική ανθρωπολογία», στην οποία αναδείχθηκαν οι κρίσιμες ιδεολογικές και πολιτισμικές διαμεσολαβήσεις ανάμεσα στους αναγνώστες και τα κείμενα.