Τα χρόνια της δικτατορίας σφραγίστηκαν από την επιβεβλημένη λογοκρισία του καθεστώτος αλλά και από την περίφημη στάση της «Σιωπής», που κράτησε ένα μεγάλος μέρος της διανόησης. Η άρση της προληπτικής λογοκρισίας, στο όνομα πάντα της «ομαλοποίησης του καθεστώτος», σηματοδοτεί τη μετάβαση από τη σιωπή σε μια νέα στάση πολιτισμικής αντίστασης. Η εκδοτική πρωτοβουλία των Δεκαοχτώ Κειμένων, με τη θαρραλέα υποστήριξη της Νανάς Καλλιανέση από τις εκδόσεις Κέδρος, θα στεγάσει κείμενα και συγγραφείς που θα ενώσουν πλέον τις δυνάμεις τους όχι απλώς για να δοκιμάσουν τα όρια των λογοκριτών αλλά και για να πολιτικοποιήσουν περαιτέρω τη διαφωνία τους με το καθεστώς. Ήδη από τον πρόλογο τονίζεται η ενιαία έκφραση και η ομαδική παρουσία των αντιστασιακών πνευματικών δυνάμεων. Στον τόμο προτάσσονται οι σεφερικές «Γάτες τ’ Αι-Νικόλα» και ακολουθούν άλλα δεκαεπτά κείμενα (λογοτεχνία και δοκίμια), που επικεντρώνονται έμμεσα ή άμεσα στον σχολιασμό του παρόντος, υιοθετώντας μια λογοτεχνική εκδοχή πολιτικής αλληγορίας. Το ποίημα του Σεφέρη, μολονότι γραμμένο σε άλλη συγκυρία, διαβάστηκε από το αναγνωστικό κοινό της εποχής σε ευθεία αναφορά με τον επτάχρονο «γύψο».
Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα
Τὸν δ’ ἂνευ λύρας ὃμως ὑμνωδεῖ θρῆνον Ἐρινύος αὐτοδίδακτος ἔσωθεν θυμός, οὐ τὸ πᾶν ἔχων ἐλπίδος φίλον θράσος. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, 990 επ.
«Φαίνεται ο Κάβο-Γάτα…, μου είπε ο καπετάνιος δείχνοντας ένα χαμηλό γιαλό μέσα στο πούσι τ’ άδειο ακρογιάλι ανήμερα Χριστούγεννα, «…και κατά τον Πουνέντε αλάργα το κύμα γέννησε την Αφροδίτη· λένε τον τόπο Πέτρα του Ρωμιού. Τρία καρτίνια αριστερά!» Είχε τα μάτια της Σαλώμης η γάτα που έχασα τον άλλο χρόνο κι ο Ραμαζάν πώς κοίταζε κατάματα το θάνατο, μέρες ολόκληρες μέσα στο χιόνι της Ανατολής στον παγωμένον ήλιο κατάματα μέρες ολόκληρες ο μικρός εφέστιος θεός. Μη σταθείς ταξιδιώτη. «Τρία καρτίνια αριστερά» μουρμούρισε ο τιμονιέρης.
…ίσως ο φίλος μου να κοντοστέκουνταν, ξέμπαρκος τώρα κλειστός σ’ ένα μικρό σπίτι με εικόνες γυρεύοντας παράθυρα πίσω απ’ τα κάδρα. Χτύπησε η καμπάνα του καραβιού σαν τη μονέδα πολιτείας που χάθηκε κι ήρθε να ζωντανέψει πέφτοντας αλλοτινές ελεημοσύνες.
«Παράξενο», ξανάειπε ο καπετάνιος. «Τούτη η καμπάνα —μέρα που είναι— μου θύμισε την άλλη εκείνη, τη μοναστηρίσια. Διηγότανε την ιστορία ένας καλόγερος ένας μισότρελος, ένας ονειροπόλος.
»Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας, —σαράντα χρόνια αναβροχιά— ρημάχτηκε όλο το νησί· πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια. Μιλιούνια φίδια τούτο τ’ ακρωτήρι, χοντρά σαν το ποδάρι ανθρώπου και φαρμακερά. Το μοναστήρι τ’ Αϊ-Νικόλα το είχαν τότε Αγιοβασιλείτες καλογέροι κι ούτε μπορούσαν να δουλέψουν τα χωράφια κι ούτε να βγάλουν τα κοπάδια στη βοσκή· τους έσωσαν οι γάτες που αναθρέφαν. Την κάθε αυγή χτυπούσε μια καμπάνα και ξεκινούσαν τσούρμο για τη μάχη. Όλη μέρα χτυπιούνταν ώς την ώρα που σήμαιναν το βραδινό ταγίνι. Απόδειπνα πάλι η καμπάνα και βγαίναν για τον πόλεμο της νύχτας. Ήτανε θαύμα να τις βλέπεις, λένε, άλλη κουτσή, κι άλλη στραβή, την άλλη χωρίς μύτη, χωρίς αυτί, προβιά κουρέλι. Έτσι με τέσσερις καμπάνες την ημέρα πέρασαν μήνες, χρόνια, καιροί κι άλλοι καιροί. Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες ξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλος χαθήκανε· δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι. Ωσάν καράβι καταποντισμένο τίποτε δεν αφήσαν στον αφρό μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα. Γραμμή! Τί να σου κάνουν οι ταλαίπωρες παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα το αίμα το φαρμακερό των ερπετών. Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι». «Γραμμή!» αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης.
Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου 1969
Αναδημοσιεύεται από την Ανεμόσκαλα .