Η ανάγνωση ενός λογοτεχνικού έργου συνδέθηκε άμεσα με τη λειτουργία των αξιολογικά προσανατολισμένων λόγων της αφήγησης και την κοινωνιογλωσσική δομή του κειμένου, γεγονός το οποίο «προϋποθέτει την παραδοχή της κοινωνικής διάστασης του ίδιου του συστήματος της γλώσσας» (Τζούμα 1991, 199). Από αυτή την άποψη, η λειτουργία της ανάγνωσης αναδείχθηκε σε προνομιακό χώρο διερεύνησης της ιδεολογίας, γιατί αποκαλύπτει τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο «κατοικούν» τα διάφορα υποκείμενα και οι κοινωνικές ομάδες στην παραγωγή του νοήματος και της ερμηνείας. Ιδιαίτερα από τη δεκαετία του ’60 και έπειτα, η στροφή από τον πομπό στον δέκτη του κειμένου, έφερε τη λειτουργία της ανάγνωσης στο προσκήνιο των νέων θεωρητικών ρευμάτων.
Η ανάγνωση έπαψε να παραπέμπει σε μια ολοκληρωμένη και αναδρομική «κατάκτηση του νοήματος» και αντιμετωπίστηκε ως μια δυναμική διαδικασία αλλά και ως μια ιστορική εμπειρία που μετασχηματίζει την ίδια την πράξη της εξήγησης, της κατανόησης αλλά και της αισθητικής απόλαυσης των λογοτεχνικών κειμένων από συγκεκριμένους αποδέκτες. Ο μεταδομισμός και, κυρίως, η θεωρία της πρόσληψης ανέδειξαν τον ρόλο του αναγνώστη σε συμπαραγωγό του νοήματος, εστιάζοντας όχι μόνο στις κανονιστικές συμβάσεις ερμηνείας, αλλά και στα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της ταυτότητας του δέκτη και στην ιστορικότητα της ύπαρξής του. Η προηγούμενη κριτική θέση που στηριζόταν στην αποδοχή ενός αφηρημένα υποθετικού και αφαιρετικά «καθολικού» αναγνώστη, αντικαταστάθηκε από έναν νέο προβληματισμό γύρω από τις κοινωνικές, ιστορικές και ιδεολογικές εγγραφές που εμφανίζουν οι ερμηνευτικές ανταποκρίσεις επιμέρους κοινοτήτων και αναγνωστών απέναντι στα λογοτεχνικά κείμενα. Η φυλή, το φύλο και η τάξη βρέθηκαν στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων της θεωρίας της λογοτεχνίας, αντικαθιστώντας έτσι τη σχετικά ουδέτερη έννοια της ανάγνωσης με τις πρακτικές της ανάγνωσης, που μας αποκαλύπτουν συγκεκριμένα αξιακά συστήματα και τρόπους θέασης, κατανόησης και ερμηνείας του κόσμου και της πραγματικότητας. Αντίστοιχα, η προηγούμενη κριτική παραδοχή για την «ορθότητα της ερμηνείας» παραχώρησε τη θέση της στην αναγνώριση ότι το νόημα είναι το προϊόν μιας τουλάχιστον διπλής συνάντησης· μιας συνάντησης που ορίζεται από την υποκειμενική αισθητική εμπειρία αλλά και από το πολιτισμικό πλαίσιο των αναγνωστών. Ακόμη και όταν υπάρχουν ρητές κατευθύνσεις που ορίζονται από τις συγγραφικές προθέσεις, οι προσαρμογές των νοημάτων από τους αναγνώστες γίνονται με βάση τις δικές τους ταυτότητες, ακριβώς επειδή η ανάγνωση κινητοποιεί εντέλει το σύνολο της προϋπάρχουσας συγκρότησης των ταυτοτήτων των αναγνωστών. Με άλλα λόγια, το «ερμηνευτικό φίλτρο» των αναγνωστών επηρεάζει την ανακάλυψη του νοήματος των κειμένων, ακριβώς επειδή οι ήδη υπάρχουσες γνώσεις, οι διανοητικές στάσεις αλλά και οι πολιτικές συμπεριφορές των αναγνωστών διαπλέκονται με την αναγνωστική τους ανταπόκριση.