Στις μέρες μας, αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι πλέον ο ένας και μοναδικός λογοτεχνικός κανόνας, ούτε οι πολλοί και εναλλακτικοί κανόνες, αλλά η ίδια η «διαδικασία κανονικοποίησης»: ο τρόπος με τον οποίο τα κείμενα και οι συγγραφείς εντάσσονται μέσα σε αξιακά συστήματα, κριτικές αποτιμήσεις και αναγνωστικές ανταποκρίσεις, που οδηγούν σε συγκεκριμένες πολιτισμικές ιεραρχήσεις. Όπως παρατηρεί ο Δημ. Τζιόβας,
περισσότερο από κάθε άλλη φορά η όλη συζήτηση περί κανόνα και του σχηματισμού του μετέτρεψε το πρόβλημα της καλλιτεχνικής αξιολόγησης από αισθητικό σε ιστορικό-διδακτικό πρόβλημα και επέβαλε τη διεξοδική διερεύνηση των τρόπων με τους οποίους οι κοινωνίες σε διάφορες εποχές ρύθμιζαν τις πρακτικές κειμενικής ιεράρχησης και πρόσβασης στη γραφή και την ανάγνωση. Το παλαιό ερώτημα «τι είναι κλασικό;» μετασχηματίζεται στο «πώς ένα κείμενο γίνεται κλασικό;».
Ένα κείμενο μπορεί ταυτόχρονα να αποτελεί γλωσσικό πρότυπο για τον «σχολικό» λογοτεχνικό κανόνα, σύμβολο μιας ορισμένης (λόγιας ή λαϊκής) παράδοσης για τους αναγνώστες αλλά και τυπικό δείγμα ενός ορισμένου λογοτεχνικού είδους για τους μελετητές. Η έρευνα της διαδικασίας «κανονικοποίησης» μας υποχρεώνει να εξετάσουμε αυτές τις σύνθετες και πολλαπλές λειτουργίες, όχι για να επικυρώσουμε (ή να αποδομήσουμε) τις επιλεκτικές ιεραρχήσεις αλλά για να ιστορικοποιήσουμε την πρόσληψη της λογοτεχνίας.