Μέσα στον 19ο αιώνα, δίπλα και παράλληλα με το συμβολικό κύρος της ποίησης, ξεκινά με αργά αλλά αντιφατικά βήματα η λογοτεχνική παραγωγή της εντόπιας μυθοπλαστικής αφηγηματικής πεζογραφίας και ειδικότερα του νέου ελληνικού μυθιστορήματος. Ο Πάνος Μουλλάς σημειώνει:
Στη μετεπανεστατική Ελλάδα το μυθιστόρημα (αν όχι και ολόκληρη η δημιουργική πεζογραφία) παραμένει είδος μετέωρο. Τι χρειάζεται και επείγει; Είναι ευνόητο: η μεταστροφή της άρνησης ή της δυσπιστίας σε ανοχή. Θα μπορούσαμε, ακριβέστερα, να μιλάμε για μια διαδικασία νομιμοποίησης, εννοώντας την ένταξη του μυθιστορήματος σ’ ένα σύνολο θεμιτών και στόχων και ιδεολογικών λειτουργιών.
Ποιες είναι όμως αυτές οι λειτουργίες, στις οποίες καλούνται να ανταποκριθούν οι συγγραφείς;
Το ξέρουμε ήδη από τον Κ.Θ. Δημαρά, οι λόγιοι του 19ου αιώνα δεν είναι εξειδικευμένοι συγγραφείς, είναι «παντογράφοι». «Προέκταση, άρα κάποιου έργου που ασκούν ήδη στην κοινωνία πρέπει να είναι και η επίδοσή τους στο μυθιστόρημα», συμπληρώνει, στην ίδια κατεύθυνση, ο Άλκης Αγγέλου (2000, 107). Ο συγγραφέας, επομένως, δεν είναι ένα υποκείμενο που απλώς γράφει και εκδίδει· είναι ένα πρόσωπο που παρεμβαίνει στο δημόσιο πεδίο για να ασκήσει κριτική, συχνά και για να προτείνει λύσεις. Η περίπτωση των Σούτσων, του Γρ. Παλαιολόγου, του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, του Παύλου Καλλιγά, του Εμμ. Ροΐδη, του Δημ. Βικέλα αλλά και πολλών άλλων συγγραφέων οδηγεί στο συμπέρασμα πως η λογοτεχνία και ιδιαίτερα το μυθιστόρημα των «ρομαντικών χρόνων» είναι πρωτίστως ένα όχημα κριτικής, ηθικής διαπαιδαγώγησης και «εθνικής αναμόρφωσης». (Για τη λειτουργία του συγγραφέα ως «εθνικού αναμορφωτή» σε διάφορα στάδια του ευρωπαϊκού μοντερνισμού βλ. Lewis 2000).
Αναμφισβήτητα, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι τρεις κορυφαίες εκδηλώσεις της μυθοπλαστικής πεζογραφίας του 19ου αιώνα (Ροΐδης, Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης) παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, ακριβώς επειδή οι λογοτεχνικές αξιώσεις του έργου τους συνδέονται με ευρύτερες κοινωνικές και πολιτισμικές διεργασίες. Ο Ροΐδης θέτει με σχεδόν απόλυτο τρόπο «το ζήτημα της πολιτισμικής αναντιστοιχίας ανάμεσα στην ελληνική και τις ευρωπαϊκές κοινωνίες» (Μουλλάς 1994, 331). Ο Βιζυηνός θα πάρει μια έκκεντρη θέση μέσα στο εθνικό φαντασιακό που, ωστόσο, θα τον οδηγήσει σε ένα ενδιαφέρον παιχνίδι υβριδικών αφηγηματικών ταυτοτήτων. Ο Παπαδιαμάντης θα κατασκευάσει έναν ενδιαφέροντα αφηγηματικό μηχανισμό αυτοβιογραφικής μνήμης και νοσταλγίας για τον κόσμο της παράδοσης. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι και οι τρεις αναγνωρίζονται σήμερα στον νεοελληνικό λογοτεχνικό κανόνα ως αφηγηματικά πρότυπα ακόμη και για την πεζογραφία του 21ου αιώνα.