Το 1888 με τη διάλεξή του για τον Ανδρέα Κάλβο, ο Κωστής Παλαμάς ανασύρει τον λησμονημένο επτανήσιο ποιητή, πλαισιώνοντας τη μελέτη του με πλούσιες εργοβιογραφικές πληροφορίες. Για πρώτη φορά, το έργο του Ανδρέα Κάλβου παίρνει τη θέση του μέσα στον εθνορομαντικό λογοτεχνικό κανόνα, στο γύρισμα του 19ου αιώνα. Η ανακάλυψη του Κάλβου από τον Παλαμά γίνεται με έναν εντυπωσιακά τυχαίο τρόπο. Ο Παλαμάς, όντας μαθητής, ανακαλύπτει τις Ωδές του Κάλβου στο Μοναστηράκι. Επιστρέφοντας στο μαθητικό του δωμάτιο, ξεφυλλίζει το βιβλίο: «έτεινα την χείρα προς το δεύτερον βιβλίον, άγνωστον αγνώστου εις εμέ ποιητού· το ήνοιξα μηχανικώς, και εις την σελίδα εφ’ ής τυχαίως προσηλώθησαν τα όμματά μου ανέγνων, άλλοτε μεν ελκυόμενος, άλλοτε δ’ εκπληττόμενος, τους εξής στίχους, υπό τον τίτλον “Ο Ωκεανός”». Ο Παλαμάς, αφού τοποθετήσει τον Κάλβο μέσα στον λογοτεχνικό κανόνα της Επτανησιακής Σχολής (Σολωμός, Βαλαωρίτης, Τερτσέτης, Μαρκοράς), έτσι όπως τον είχε κατασκευάσει ο Δημοτικισμός, διατυπώνει τις κριτικές αντιρρήσεις του για τη γλώσσα του Κάλβου, αναγνωρίζοντας ωστόσο την ποιητική του αξία.
[…]
Αλλ’ ο ποιητής, του οποίου το εγκώμιον θέλω ήδη να πλέξω ενώπιον υμών, δικαίως δύναταί τις να παρατηρήση ότι δεν έγραψεν εις την γλώσσαν του λαού, την οποίαν διά τόσω ζωηρών χρωμάτων εξαίρω. Ναι· είναι αληθές ότι ο Κάλβος προς τους ποιητάς της Ιονίου σχολής συνδέεται μάλλον διά της γεννήσεως ή διά της γλώσσης αυτού. Αλλ’ ο ποιητής των Ωδών, κατέχων εξαιρετικήν όλως θέσιν εν τη ιστορία της νεοελληνικής φιλολογίας, εξαιρετικώς πρέπει να κριθή. […] Μεταχειρίζεται γλώσσαν αχαλίνωτον και ακανόνιστον, εν ή το στιλπνόν μάρμαρον της αρχαίας χρωματίζεται συνήθως ως έμψυχον εκ της καθομιλουμένης. Αλλ’ αν η τοιαύτη γλώσσα καθιστά εν πολλοίς δυσπρόσιτον την ποίησίν του, η αρχαία Μούσα παρέχει σχεδόν εις πάντα στίχον αυτού ασυνήθη χαρακτήρα, μακράν παντός κινδύνου κοινοτοπίας και πεζολογίας.
[…]
[…] οι ρυθμοί του Κάλβου εξεγείρουσι βαθέως την σκέψιν και μοι παρέχουσιν αισθητικήν απόλαυσιν εκ των σπανιωτέρων. […] Διά να εκτιμήσωμεν ακριβέστερον το ρυθμικόν κάλλος της ποιήσεως του Κάλβου, διά να καταστήσωμεν αυτό προσιτόν εις την ημετέραν αίσθησιν, ανάγκη να λησμονήσωμεν προς στιγμήν την συνήθειαν, και να θέσωμεν σε ενέργειαν ολίγον τι και τον νουν. Πρέπει πρώτον να κρίνωμεν και έπειτα να αποφανθώμεν, διά τον λόγον ότι και ο ποιητής διά της κρίσεως διεμόρφωσεν ούτω τα μέτρα του, μεταχειρισθείς αυτά ουχί μηχανικώς, αλλ’ εκ φιλοσοφικής, ως ειπείν, αντιλήψεως, ως μάλλον ανταποκρινόμενα προς τα βίαια κινήματα της ψυχής, προς της ωδής τας ατάκτους πτήσεις, προς το λυρικόν ύφος. […]
Κωστής Παλαμάς, «Κάλβος ο Ζακύνθιος». Άπαντα, τόμ. Β΄, Μπίρης, Αθήνα χ.χ., σ. 34-35 & 46-47.