Απέναντι στη μοναδικότητα της παράδοσης, υποστηρίζει ο Δ. Τζιόβας, μπορούμε να αντιτάξουμε το «ανοιχτό» σχήμα της πολλαπλότητας του λογοτεχνικού κανόνα.
Η αξιολογική ιεράρχηση των λογοτεχνικών κειμένων του παρελθόντος εκφράζεται στον δυτικό κόσμο, και δη τον αγγλόφωνο, με την έννοια του κανόνα. Οι αρχικές ελληνικές σημασίες της λέξης ως μέτρου, υποδείγματος ή διδακτικού εγχειριδίου παραχώρησαν σταδιακά τη θέση τους στη σημασία του κανόνα ως των σημαντικότερων κειμένων ενός έθνους, μιας γλωσσικής κοινότητας ή ενός ευρύτερου πολιτισμού. Ήδη το πολυσυζητημένο βιβλίο του Χάρολντ Μπλουμ Ο Δυτικός Κανόνας (The Western Canon, 1994), που τοποθετεί στην κορυφή τον Σαίξπηρ, προκάλεσε κάποιες αντιδράσεις και στην Ελλάδα, γιατί δεν περιλαμβάνει κανέναν έλληνα λογοτέχνη, αποκλείοντάς τους έτσι από την πρώτη κατηγορία της δυτικής λογοτεχνίας.
Τα τελευταία χρόνια υπήρξε ιδιαίτερη έμφαση στον σχηματισμό ή τη λεγόμενη πολιτική του κανόνα σε συνδυασμό με την αυξημένη ανάλυση και αμφισβήτηση των ποικίλων μεθόδων αποκλεισμού συγγραφέων ή ομάδων με βάση το φύλλο, το χρώμα, την εθνική ή κοινωνική προέλευση. Η αμφισβήτηση του κανόνα συνδέεται και με τη σημασία που αποδόθηκε σχετικά πρόσφατα στον ρόλο του αναγνώστη και τη διαδικασία της ανάγνωσης. Η διερεύνηση του ποιοι και πώς διαβάζουν ή αξιολογούν, τι είδους μηχανισμοί κατευθύνουν και διαμορφώνουν το ποιόν και το ποσόν των αναγνωσμάτων τους έστρεψε την προσοχή στους τρόπους κανονικοποίησης της λογοτεχνίας.
Αν ως τώρα οι διαφωνίες για την αξιολόγηση των λογοτεχνικών κειμένων ήταν κυρίως αισθητικής φύσεως ή τουλάχιστον προβάλλονταν ως τέτοιες, με τη δυναμική εμφάνιση των Γυναικείων Σπουδών και την ανάδειξη της λογοτεχνίας των Μαύρων ή των πρώην αποικιών, η συζήτηση περί κανόνα αποκτά έναν ευρύτερο ιδεολογικό και κοινωνικό χαρακτήρα που ενίοτε αγγίζει και τα όρια της συνωμοτικής θεωρίας περί αποκλεισμών.
«Πώς ένα κείμενο γίνεται κλασικό;»
Και παλαιότερα, βέβαια, τα αιτήματα με ιδεολογική ή πολιτική χροιά για την αναθεώρηση του κανόνα υπήρχαν, αλλά τώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά η όλη συζήτηση περί κανόνα και του σχηματισμού του μετέτρεψε το πρόβλημα της καλλιτεχνικής αξιολόγησης από αισθητικό σε ιστορικό-διδακτικό πρόβλημα και επέβαλε τη διεξοδική διερεύνηση των τρόπων με τους οποίους οι κοινωνίες σε διάφορες εποχές ρύθμιζαν τις πρακτικές κειμενικής ιεράρχησης και πρόσβασης στη γραφή και την ανάγνωση. Το παλαιό ερώτημα «τι είναι κλασικό;» μετασχηματίζεται στο «πώς ένα κείμενο γίνεται κλασικό;».
Αν και οι πρώτες χρήσεις της λέξης «κανόνας» με τη νέα του σημασία, που απαντούν γύρω στον 4ο αιώνα μ.Χ., αφορούν τη θεολογική διάκριση των κειμένων σε ορθόδοξα (κανονικά) και απόκρυφα ή αιρετικά (αντικανονικά), στην αρχαιότητα, ιδιαίτερα από τους ελληνιστικούς χρόνους, ο κανόνας είχε κυρίως γλωσσική και λιγότερο λογοτεχνική ή αισθητική σημασία. Τα κείμενα της κλασικής αρχαιότητας λειτουργούσαν ως γλωσσικά πρότυπα καθαρότητας και γραμματικά παραδείγματα ορθότητας, σε αντίθεση με τον εκφυλισμό της ομιλούμενης γλώσσας. Αυτή η θεώρηση της λογοτεχνίας ως γλωσσικού υποδείγματος συνεχίστηκε τουλάχιστον μέχρι τον 18ο αιώνα στη Δυτική Ευρώπη. Καθήκον των δασκάλων δεν ήταν τόσο η αισθητική ανάλυση ή η ερμηνεία των κλασικών κειμένων όσο η προβολή τους ως προτύπων καλλιέπειας και ορθού λόγου. Ως εκ τούτου, η θεσμική υποστήριξη και διαιώνιση του κανόνα μέσω της σχολικής διδασκαλίας έχει βαθιές ιστορικές ρίζες και ο ενστερνισμός του μέσω της σχολικής πράξης συνιστούσε ανέκαθεν βασική παιδευτική εντολή.
Η αποσύνδεση του κανόνα από την έκφραση του εθνικού γλωσσικού προτύπου και της διδακτικής του αναπαραγωγής επήλθε κυρίως με τη «Νέα Κριτική», που αντιμετώπισε τη γλώσσα της λογοτεχνίας και ιδιαίτερα της ποίησης όχι ως κανονιστική αλλά ως μια γλώσσα μεταφορική με αποκλίσεις, παραδοξότητες και σχήματα λόγου. Τούτο επέτρεψε την εισαγωγή και τη διδασκαλία στην εκπαίδευση (ιδιαίτερα στις ανώτερες βαθμίδες) μοντερνιστικών και γλωσσικά δύσκολων κειμένων, καλλιεργώντας τη θεώρηση της ποιητικής γλώσσας ως απόκλισης από μια αρχετυπική και τυποποιημένη εθνική γλώσσα.
Την περασμένη δεκαετία η διαμόρφωση του κανόνα αποτέλεσε στον αγγλόφωνο χώρο το επίκεντρο πολλών συζητήσεων όχι μόνο για το τι εισέρχεται ή τι εξέρχεται από τον κανόνα αλλά και για το πώς η εκπαίδευση σε όλες της τις βαθμίδες συνεργεί καθοριστικά σε αυτή τη διαδικασία, επιβεβαιώνοντας την επιρροή των θεσμών στην εκάστοτε αξιολογική κλίμακα της λογοτεχνίας. Στη συζήτηση περί κανόνα συγκλίνουν διεπιστημονικά οι πολιτισμικές σπουδές, η μελέτη της λογοτεχνίας, η ιστορία και η κοινωνιολογία του γούστου και της εκπαίδευσης, αναδεικνύοντας σε κεντρικό επίμαχο ζήτημα τη διαπραγμάτευση και τον καθορισμό της αξίας στις ποικίλες της εκδοχές (λογοτεχνική, πολιτισμική).
Ομοιότητες και διαφορές
Η λέξη κανόνας, καίτοι ελληνική και εν χρήσει στον θεολογικό και τον νομικό χώρο, δεν αξιοποιήθηκε σχεδόν καθόλου από την ελληνική κριτική που επέμενε στην έννοια της λογοτεχνικής παράδοσης. Ακόμη και ολόκληρες σειρές, όπως αυτή γνωστού εκδοτικού οίκου υπό τον γενικό τίτλο Η πεζογραφική μας παράδοση, διαιωνίζουν την αντίληψη ότι το παρελθόν της λογοτεχνίας είναι ένα σώμα οργανικό και αδιάσπαστο ενώ το κτητικό «μας» διασφαλίζει τα ανάλογα εθνικά εχέγγυα. Η έννοια της παράδοσης βασίζεται στην οργανική συνεκτικότητα και την αδιάσπαστη συνέχεια, αντίθετα ο κανόνας προϋποθέτει την επιλεκτική ανασύνταξη και ιεράρχηση. Η παράδοση συνεπάγεται την ευλαβική και αποθεωτική αντιμετώπιση του παρελθόντος ενώ ο κανόνας το αξιοκρατικό, και πιθανώς μεροληπτικό, κοσκίνισμά του.
Κάποιοι ωστόσο θα αντέτειναν ότι η ελαστική ευρύτητα της παράδοσης είναι πιο δημοκρατική από τον ανταγωνιστικό ελιτισμό του κανόνα. Άλλοι ότι η παράδοση υποβάλλει πάντοτε κάποιον εθνικό κανόνα και υποκρύπτει τη διάθεση επιβολής του και ως εκ τούτου σε μια εποχή αναθεωρήσεων και μετακριτικής ανησυχίας η έννοια του κανόνα είναι πιο πρόσφορη από αυτή της παράδοσης. Ένα είναι βέβαιο, ότι η παράδοση μεταλαμπαδεύεται, επιμένοντας στη φυσική της εξέλιξη και τον μη ιδεολογικό της χαρακτήρα, ενώ ο κανόνας κατασκευάζεται και συνεπώς προϋποθέτει την αναθεώρησή του. Ο λογοτεχνικός κανόνας όμως παραπέμπει στην αυθεντία των κειμένων, όντας κατά βάση κειμενοκεντρικός και ατομιστικός, αντίθετα η λογοτεχνική παράδοση αντιπροσωπεύει ένα συλλογικό πνεύμα ή ένα ιστορικό σχήμα ως απόσταγμα, συνισταμένη ή και άθροισμα κειμένων και δραστηριοτήτων, εκφράζοντας περισσότερο ανθρώπινα σύνολα ή γενικές τάσεις και λιγότερο ατομικότητες (π.χ. προφορική παράδοση). Τούτο συνεπάγεται ότι οι δύο όροι προϋποθέτουν και διαφορετικού τύπου κοινωνίες.
Ιεραρχία των ειδών
Ας μην ξεχνούμε επίσης ότι ο κανόνας συνδέεται και με την ιεραρχία των λογοτεχνικών ειδών. Ορισμένα είδη παρήκμασαν (έπος, τραγωδία) και άλλα εμφανίστηκαν. Ο Μπλουμ, για παράδειγμα, αποδίδει την ανεπαρκή αναγνώριση στην Αμερική του πεζογράφου Γκορ Βιντάλ όχι στη σεξουαλική ελευθεριότητα των κειμένων του, όπως πιστεύει ο ίδιος, αλλά στην παρακμή του ιστορικού μυθιστορήματος ως είδους. Τι συμβαίνει όμως σε κοινωνίες όπου τα λογοτεχνικά είδη ή υποκατηγορίες τους δεν παίζουν τόσο σημαντικό ρόλο; Μήπως και αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που η πρακτική του κανόνα δεν ευδοκιμεί σε αυτές όσο αλλού; Διερωτώμαι, εντέλει, αν η επιμονή στην έννοια του κανόνα είναι άμεσα συναρτημένη και με το πόσο μια κοινωνία πιστεύει στην ιεράρχηση και την εφαρμόζει αυστηρά.
Σχετικά πρόσφατα παρατηρούμε κάποιες σποραδικές χρήσεις της λέξης κανόνας σε ελληνικά κριτικά κείμενα. Πρόκειται απλώς για ένα επιπόλαιο δάνειο μέσα στα πολλά που έφερε ο συρμός των νεοφώτιστων της λογοτεχνικής θεωρίας ή αποτελεί ένδειξη κάποιας βαθύτερης αλλαγής που συντελέστηκε και συντελείται στην αντιμετώπιση του λογοτεχνικού παρελθόντος; Ίσως πάλι η ξαφνική εισδοχή του όρου «κανόνας» να οφείλεται και στην εντύπωση ότι έτσι το παρελθόν ιδεολογικοποιείται ευκολότερα και καλλιεργείται η (ψευδ)αίσθηση στον κριτικό ή τον μελετητή ότι συμμετέχει και επηρεάζει το πολιτισμικό γίγνεσθαι αποφασιστικότερα. Προκύπτουν όμως και γενικότερα ερωτήματα. Ως ποιο βαθμό η έννοια της παράδοσης παραπέμπει σε μια κοινωνία ή ένα έθνος που θέλουν να βλέπουν τον εαυτό τους ως ομοιογενές σύνολο, έχοντας βεβαιότητες για το παρελθόν τους ή την πολιτιστική τους κληρονομιά, και ως ποιο βαθμό η εισαγωγή της έννοιας του κανόνα κατακερματίζει αυτή την παγιωμένη και αρραγή εικόνα, εισάγοντας την πολυσχιδή, ιεραρχική και αναθεωρητική θεώρησή του. Μοναδικότητα της παράδοσης λοιπόν ή πολλαπλότητα των κανόνων; Το θέμα όμως δεν εξαντλείται εδώ και θα συνεχίσω προσεχώς.
Δημήτρης Τζιόβας, «Παράδοση ή κανόνας;», εφ. Το Βήμα , 12 Ιουλίου 1998.