Το γύρισμα του 19ου αιώνα αποτελεί μια κρίσιμη καμπή για τη συγκρότηση του νεοελληνικού λογοτεχνικού κανόνα. Η ώρα της σύνθεσης έχει ήδη σημάνει. Τόσο στο γραμματολογικό έργο του Κωστή Παλαμά όσο και στο κριτικό έργο του Γρ. Ξενόπουλου εντοπίζονται συστηματικές απόπειρες για να ταξινομηθεί το λογοτεχνικό παρελθόν, αλλά και να ανακαλυφθούν οι νέες φωνές του λογοτεχνικού στερεώματος. Ο Παλαμάς αναλαμβάνει να αναδιαρθρώσει το πρότυπο του «εθνικού ποιητή» ομογενοποιώντας το τρίπτυχο Σολωμός-Κάλβος-Βαλαωρίτης κάτω από το αίτημα της «πατριωτικής ποίησης» (βλ. και Αποστολίδου 1992). Aπό την άλλη μεριά, ο Γρ. Ξενόπουλος ανακαλύπτει τον Κ.Π. Καβάφη (1903). Η ποίηση του Καβάφη, άλλωστε, θα αποτελέσει ένα μόνιμο σημείο διαλεκτικής έντασης γύρω από τον λογοτεχνικό κανόνα, καθώς οι αποκλίσεις από το παλαμικό ποιητικό παράδειγμα δημιουργούν ποικίλες αντιδράσεις. Σε ολόκληρη τη διάρκεια του μεσοπολέμου, το άτυπο δημοψήφισμα της κριτικής για το «αν είναι ή δεν είναι ποιητής ο Καβάφης» δείχνει πως ο νεοελληνικός λογοτεχνικός κανόνας κλυδωνίζεται, κάτω από την πίεση της ανανεωμένης παράδοσης. Με τον δικό τους τρόπο, ο Σικελιανός, ο Καρυωτάκης, ο Βάρναλης αλλά και οι «χαμηλές φωνές» του μεσοπολέμου σηματοδοτούν αυτή τη μετάβαση. Χωρίς να λείπουν οι περιπτώσεις συνολικής «άρνησης» της προηγούμενης λογοτεχνικής παράδοσης (Γιάννης Αποστολάκης, Η ποίηση στη ζωή μας, 1923), ο λογοτεχνικός κανόνας οργανώνεται γύρω από την κριτική και την ιστορία της λογοτεχνίας, με αναφορές που αγγίζουν όχι μόνο τη νεοελληνική λογοτεχνία αλλά και τη σύνδεσή της με τα μεγάλα ευρωπαϊκά ρεύματα της εποχής.