Το 1994, ο διακεκριμένος ακαδημαϊκός και φιλόλογος Harold Bloom δημοσίευσε το θεμελιώδες βιβλίο του The Western Canon: The Books and School of the Ages. Το βιβλίο, μια συνειδητή και μάλλον ηρωική υπεράσπιση του «δυτικού λογοτεχνικού κανόνα», συνοδευμένη με λίστες «μεγάλων» έργων και συγγραφέων, προκάλεσε πληθώρα συζητήσεων και κριτικών διαμαχών, καθώς έμοιαζε όχι μόνο να επικυρώνει τη διαχρονική αξία των προτεινόμενων λογοτεχνικών έργων, αλλά και να αντιπαρατίθεται μαχητικά με ορισμένα σύγχρονα θεωρητικά ρεύματα, που είχαν καλλιεργήσει συστηματικά την καχυποψία ή ακόμη και τη μνησίκακη άρνηση απέναντι στον «δυτικό κανόνα». Το βιβλίο έγινε best-seller, ενώ ταυτόχρονα ανέδειξε μια σειρά από συγκρουσιακά επιχειρήματα γύρω από την έννοια της λογοτεχνικής αξίας, την αυθεντία των «κλασικών» κειμένων, το πολιτισμικό κεφάλαιο της δυτικής λογοτεχνίας, τη θεσμική κατοχύρωση και παρουσία μιας ορισμένης γραμματείας μέσα στη σύγχρονη κουλτούρα.
Το βιβλίο του Bloom ήταν προκλητικά «παραδοσιακό», διατηρώντας παράλληλα εκλεκτικές συγγένειες με μια ορισμένη διανοητική γραμμή του 20ού αιώνα. Ήδη από το 1946, άλλωστε, η Μίμησις του Erich Auerbach (ΜΙΕΤ 2005) είχε ανοίξει τον δρόμο για μια συνολική και στοχαστική «επίσκεψη» στον δυτικό λογοτεχνικό κανόνα, μετά τη βαρβαρότητα του ναζισμού και τη σκληρή δοκιμασία των ουμανιστικών αξιών, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην ίδια κατεύθυνση, αλλά μέσα σε εντελώς διαφορετικά συμφραζόμενα, ο Bloom επιχειρούσε στο βιβλίο του να «επιστρέψει» σε αυτές τις ανθρωπιστικές αξίες, προτείνοντας είκοσι έξι μεγάλους συγγραφείς που ο επαρκής αναγνώστης πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσει στη διάρκεια της ζωής του, και συντάσσοντας έναν κατάλογο με «οδηγίες χρήσεως» για την ανάγνωση των «κλασικών» του δυτικού κανόνα. Εκτός από τον πανταχού παρόντα Shakespeare, στο έργο του Bloom συναντάμε τα ονόματα του Dante, του Cervantes, του Goethe, του Whitman, της Dickinson, του Proust, του Joyce, της Woolf, του Kafka και άλλους σπουδαίους συγγραφείς.
Αναμφισβήτητα, το βιβλίο του Bloom ήταν ένα τυπικό δείγμα των «πολιτισμικών πολέμων» της δεκαετίας του ’90, όταν η έννοια του λογοτεχνικού κανόνα επανήλθε στο προσκήνιο μέσα από πολλαπλές αναθεωρήσεις. Ήδη από τη δεκαετία του ’80, άλλωστε, πολλά θεωρητικά ρεύματα των Λογοτεχνικών Σπουδών (μαρξιστική κριτική, φεμινιστική κριτική, μετα-αποικιακή κριτική, αποδόμηση, Νέος Ιστορικισμός) είχαν αμφισβητήσει τη συγκρότηση του δυτικού λογοτεχνικού κανόνα, αναδεικνύοντας κυρίως τους αποκλεισμούς γύρω από ζητήματα φύλου, τάξης, φυλής αλλά και ευρύτερης πολιτισμικής ιεραρχίας. Αναλύοντας τον λογοτεχνικό κανόνα ως μια ακόμη διανοητική κατασκευή που αναπαράγει το δίπολο γνώσης-εξουσίας, τα θεωρητικά ρεύματα του μεταδομισμού έδωσαν έμφαση στη θεσμική του συγκρότηση, στις πολιτικές επιπλοκές και στις ιδεολογικές χρήσεις του. Ο «δυτικός κανόνας» θεωρήθηκε σαν ένα γραμματειακό «σώμα αυθεντίας» που δεσμευόταν από στερεότυπα και προκαταλήψεις, τα οποία έμοιαζαν είτε ξεπερασμένα είτε επικίνδυνα, από μια ορισμένη σκοπιά της «πολιτικής ορθότητας». Σταδιακά, η εικόνα του δυτικού «λευκού άνδρα συγγραφέα» ως ηγεμονικού υποκειμένου του λογοτεχνικού κανόνα άρχισε να κλονίζεται, δίνοντας τη θέση της είτε σε πολλούς εναλλακτικούς «κανόνες» είτε σε μια «μη κανονική» νέα ανάγνωση και ερμηνεία του «μεγάλου» κανόνα.