Αναμφισβήτητα, η «διεύρυνση του κανόνα» ήταν μια διαδικασία «εκδημοκρατισμού», που εμπεριείχε, ωστόσο, ταυτόχρονα και το τίμημα του «πολιτισμικού σχετικισμού». Η ανακάλυψη (ή, συχνά, και η επινόηση) μιας διαφορετικής ιεραρχίας προσώπων και έργων οδήγησε σε νέους πληθωρικούς καταλόγους συγγραφέων και έργων, στους οποίους πρωταγωνιστούσε περισσότερο η έννοια της εκπροσώπησης ομάδων και ειδικών ενδιαφερόντων παρά η έννοια μιας καθολικά αναγνωρισμένης λογοτεχνικής αξίας. Απέναντι σε αυτό το φαινόμενο, το βιβλίο του Harold Bloom (The Western Canon: The Books and School of the Ages, 1994) έμοιαζε να είναι μια ισχυρή αντίδραση απέναντι στο νέο παράδειγμα, αλλά ήταν ταυτόχρονα και μια στοχαστική πρόκληση γύρω από το πολιτισμικό κεφάλαιο της «μεγάλης λογοτεχνίας». Στο κέντρο του προβληματισμού του, άλλωστε, δεν ήταν απλώς η αναφορά στα «μεγάλα έργα», αλλά ο ίδιος ο πυρήνας του λογοτεχνικού κανόνα: πώς διαμορφώνεται η ιστορική σχέση του λογοτεχνικού παρελθόντος με το παρόν; Τί σηματοδοτεί αυτή η σχέση για τις αναγνωστικές μας πρακτικές; Πόσο επηρεάζει η σχέση αυτή την αναγνώριση όχι μόνο της ετερότητας αλλά και την ίδια τη σχέση με τον εαυτό μας;
Αυτό που έδειξε ξεκάθαρα το βιβλίο του Bloom είναι πως το ζήτημα του κανόνα δεν εξαντλείται απλώς στο θέμα της κατασκευής του, ούτε στα προβλήματα συμπερίληψης ή αποκλεισμού ορισμένων συγγραφέων και έργων. Ο λογοτεχνικός κανόνας είναι ένα δυναμικό πεδίο διαλόγου με το ίδιο το παρελθόν και το παρόν μας. Είναι προφανές πως μέσα σε αυτό το διαλογικό πεδίο μετέχουν θεσμοί (εκπαίδευση), πολιτισμικές πρακτικές (λογοτεχνική κριτική), επιστημονικοί κλάδοι (Λογοτεχνικές Σπουδές), ερμηνευτικές κοινότητες και επικοινωνιακά δίκτυα της δημόσιας σφαίρας (ΜΜΕ, διαδίκτυο κλπ.). Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα πολυσυστημικό πεδίο, που, παρ’ ότι φαινομενικά προβάλλει τη σταθερότητα του, διακρίνεται για τις ρήξεις και τις συνέχειες στην ιστορική του διαμόρφωση.