Με τη διάλεξη του Γιώργου Σεφέρη για τον Μακρυγιάννη, μια διάλεξη που έγινε στην εμπόλεμη Μέση Ανατολή του 1943, τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, παύουν πλέον να λειτουργούν αποκλειστικά ως ιστορικό τεκμήριο και εντάσσονται οργανικά στον «λογοτεχνικό κανόνα», και μάλιστα με τον τρόπο της μοντερνιστικής αισθητικής. Για τον Σεφέρη, ο Μακρυγιάννης είναι «ο πιο σημαντικός πεζογράφος της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας» αλλά και ο εκφραστής ενός ανθρωπιστικού πνεύματος, με μακρά συνέχεια μέσα στην ελληνική παράδοση. (Για τη χρήση του Μακρυγιάννη μέσα στον νεοελληνικό λογοτεχνικό κανόνα βλ. Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Διαβάζοντας τον Μακρυγιάννη, Πόλις 2003).
[…]
Θα ήθελα τώρα προτού τελειώσω, να συνοψίσω τη γνώμη μου για την αξία του βιβλίου του Μακρυγιάννη. Ακούσατε λίγες περικοπές του. Είναι ελάχιστες και ανεπαρκείς. Αλλά θα σας δώσουν οπωσδήποτε μια μικρή βάση για να κρίνετε την ιδέα μου, που είναι η ακόλουθη: Ο Μακρυγιάννης είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, αν όχι ο πιο μεγάλος, γιατί έχουμε τον Παπαδιαμάντη.
[…]
Το περιεχόμενο της γραφής του Μακρυγιάννη είναι ο ατέλειωτος και ο πραγματικός αγώνας ενός ανθρώπου, που με όλα τα ένστικτα της φυλής του ριζωμένα βαριά μέσα στα σπλάχνα του, αναζητά την ελευθερία, το δίκιο, την ανθρωπιά.
«Ανάμεσα Πάτρα και Γαστούνι» σημειώνει —το περιστατικό πρέπει να έχει συμβεί γύρω στα 1830— «είναι ένα χωριό, το Μέγα Σπήλαιγο. Έκαμα κονάκι εκεί. Μου παραπονιόνται οι κάτοικοι από την τυραγνία που δοκιμάζουν από τους καλογέρους: ό,τι παίρνουν το αρπάζουν αυτήνοι. Είχα κονάκι σ’ ενού παπά το σπίτι. Τότε τους λέγω:
— Σάν τραβάτε τόση τυραγνία, δεν τ’ αφήνετε το χωριό σας να φύγετε, να πάτε σ’ άλλο χωριό εθνικό, πού ’ναι, τόσα;
Μου λέγει η παπαδιά:
— Όταν ήρθαν οι Τούρκοι, εμείς ήμαστε μέσα στο βάλτο στο νερό, τόσες ψυχές, να γλιτώσουμε. Και ήρθαν οι Τούρκοι και μας πιάσανε. Και ήταν το σώμα μας καταματωμένο από τις αβδέλες — μας φάγαν. Και τα παιδιά πεταμένα μέσα —γιομάτο το νερό— σα μπακακάκια πλέγαν. Κι άλλα ζωντανά κι άλλα τελείωναν. Και μ’ έπιασαν οι Τούρκοι και με κοιμήθηκαν τριάντα οχτώ. Και μ’ αφάνισαν κι εμένα και τις άλλες. Γιατί τα τραβήξαμε αυτά; Γι’ αυτήνη την πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δε βρίσκομε από κανέναν. Όλο δόλο και απάτη.
Κι έκλαιγε με πικρά δάκρυα. Την παρηγόρησα. Με πήρε το παράπονο κι έκλαψα κι εγώ» (Β΄ 258).
Πολέμησε, αγωνίστηκε, πίστεψε, σακατεύτηκε, αηδίασε, θύμωσε. Αλλά έμεινε —όπως βγαίνει από το γράψιμό του το απελέκητο— πάντα ορθός ώς το τέλος: άνθρωπος στο ύψος του ανθρώπου. Δεν έγινε μήτε υπεράνθρωπος μήτε σκουλήκι. Αλήθεια, μια από τις χάρες του Μακρυγιάννη, που γεμίζει αγαλλίαση την ψυχή, είναι αυτό το συναίσθημα, που δεν παύει ποτέ να μας δίνει· το συναίσθημα πως έχουμε στο πλάι μας έναν οδηγό —τόσο ανθρώπινο—, που είναι μέτρο των πραγμάτων και των όντων. Αυτό το ίδιο συναίσθημα που είναι ζυμωμένο με κάθε ελληνική ιδιοσυγκρασία, από τους παμπάλαιους καιρούς που ο Οιδίποδας κατάργησε τη Σφίγγα και τον εφιαλτικό κόσμο της, λέγοντας μόνο μια λέξη: ο άνθρωπος.
Γιώργος Σεφέρης, «Ένας Έλληνας — ο Μακρυγιάννης». Δοκιμές, τόμ. Α΄ (1936-1947), Ίκαρος, Αθήνα 51984, σ. 253-254 & 255-256.