Μπορούμε να επισκεφτούμε τον νεοελληνικό λογοτεχνικό κανόνα, περιγράφοντας τους κεντρικούς σταθμούς της διαμόρφωσής του. Η παρουσίαση αυτή δεν διεκδικεί να είναι ένα συνολικό γραμματολογικό σχήμα αλλά μια ιστορική περιδιάβαση, που αναδεικνύει κυρίως τα μοντέλα των πολιτισμικών μεταβολών στο εσωτερικό του κανόνα. Τις απαρχές του θα πρέπει να τις αναζητήσουμε στον 19ο αιώνα, όταν το νεοσύστατο έθνος-κράτος επεξεργάζεται την ταυτότητά του με τα υλικά της «εθνικής ποίησης». Όπως παρατηρεί ο Δημήτρης Τζιόβας,
Η έννοια του εθνικού ποιητή ανέκυψε μαζί με τον εθνικισμό στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, επιβεβαιώνοντας το στενό δεσμό ανάμεσα στη λογοτεχνία και τον πόθο για εθνική χειραφέτηση ή ενοποίηση την περίοδο αυτή.
Η «αξίωση του εθνικού προσδιορισμού» (Μητσού 2005, 15) και το μεγαλοϊδεατικό «όνειρο της ολομελείας» (Δημαράς 1994, 346) αποτελεί συστατικό στοιχείο της «νέας εθνικής ποίησης», σε όλη τη διάρκεια της πρώτης πεντηκονταετίας του νεοσύστατου έθνους-κράτους.
Ειδικότερα για την ποίηση και τη στιχουργική έκφραση, θα μπορούσαμε να πούμε πως, στην περίοδο που εξετάζουμε, παρουσιάζει μια προνομιακή σχέση με την επίτευξη των πολιτικών στόχων. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως η πρώτη απόπειρα για την αποτύπωση του νεοελληνικού λογοτεχνικού κανόνα εντοπίζεται στην έμμετρη Επιστολή προς τον Βασιλέα της Ελλάδος Όθωνα του Αλέξανδρου Σούτσου:
Εις τον ωραίον Βόσπορον, εις της Τρυφής τα στήθη, η ποίησις της νέας μας Ελλάδος εγεννήθη. Εκεί ο Αθανάσιος ο νέος Ανακρέων, ωραία πρώτος έψαλε τα κάλλη των ωραίων·
[…]
Ο Κάλβος και ο Σολωμός, ωδοποιοί μεγάλοι, κι οι δύο παρημέλησαν της γλώσσης μας τα κάλλη· ιδέαι όμως πλούσιαι, πτωχά ενδεδυμέναι, δεν είναι δι’ αιώνιον ζωήν προωρισμέναι.
Η ποίησίς μας έλαβε και νεύρα κι ευγλωττίαν στου Οδοιπόρου την λαμπράν και τραγικήν μανίαν.
Λίγες δεκαετίες αργότερα, η κριτική διαμάχη Πολυλά-Ζαμπέλιου γύρω από το έργο του Σολωμού δείχνει ξεκάθαρα πως οι «κανόνες της «εθνικής ποίησης» διχάζουν τη λογιοσύνη. Στην Ελλάδα των ρομαντικών χρόνων, το αίτημα για την ύπαρξη και τη συμβολική λειτουργία ενός «εθνικού ποιητή» εκφράστηκε με έναν αρκετά ιδιαίτερο τρόπο: από τη μια μεριά, με την καταχρηστική απονομή του τίτλου σε διάφορους ελάσσονες ποιητές· από την άλλη μεριά, με την ανταγωνιστική διαδικασία «εθνικοποίησης» του Διονυσίου Σολωμού και του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Και αυτό συμβαίνει, επειδή τελικά πίσω από την ανακήρυξη των συγκεκριμένων «εθνικών ποιητών», μπορούμε να εντοπίσουμε, όπως υποστηρίζει ο Γιώργος Βελουδής (2004, 181), τη ρητή διαφοροποίηση «δύο ανταγωνιστικών πολιτισμικών και ιδεολογικών “προτάσεων”».
Η πρώτη «πρόταση», ή καλύτερα, το πρώτο «παράδειγμα» που εμφανίζεται στην ιδρυτική φάση της νεοελληνικής «εθνικής ποίησης», έχει ως εκφραστή τον Σολωμό, εγγράφεται μέσα στην πολιτισμική γεωγραφία της «επτανησιακής Δύσης», λειτουργεί κατ’ αναλογία του νεωτερικού ευρωπαϊκού αιτήματος της «εθνικής ποίησης» και της «εθνικής λογοτεχνίας» (ο Γ. Βελουδής παρατηρεί πως στην Ελλάδα η αναλογία αυτή διαμορφώνεται με βάση τη δεξίωση του ειδικού παραδείγματος της εθνικής λογοτεχνίας της Γερμανίας — Nationalliteratur· 2004, 180), χρησιμοποιεί τη δημοτική γλώσσα για την «υψηλή» λογοτεχνία και συνδέεται τόσο με το ρομαντικό πρόταγμα της απελευθέρωσης της ανθρώπινης φύσης όσο και με το πολιτικό πρόταγμα της εθνικής ανεξαρτησίας (Τζιόβας 2005, 28-29). Το δεύτερο παράδειγμα θα έχει ως κύριο (αλλά όχι αποκλειστικό) εκφραστή τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, η κεντρική παρουσία του οποίου, πάντως, στα κρίσιμο τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα (1850-1879), προϋποθέτει την πρώιμη «αντισολωμική συμμαχία» ανάμεσα στους φαναριώτες αθηναίους ρομαντικούς (η περίπτωση των Σούτσων) με τον επτανήσιο «ιστοριονόμο» Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο (διαμάχη με τον Πολυλά 1859-1860). Λίγα χρόνια, αργότερα, το 1879, στη νεκρολογία του Ροΐδη για τον Βαλαωρίτη, περιγράφεται με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο ο απολογισμός της σχέσης ανάμεσα στην «εθνικοποίηση» και την «κανονικοποίηση» της ποίησης:
Σήμερον δε, ότε απέθανεν ο Βαλαωρίτης και εσιώπησεν ο Παράσχος, καταγινόμενος εις την σύνταξιν του ποιητικού αυτού απολογισμού, μάτην ζητούμεν τίνα άλλον δυνάμεθα, μεθ’ οσησδήποτε συγκαταβάσεως, ν’ αναγορεύσωμεν ποιητήν. Αλλά και αυτός ο Βαλαωρίτης δύναται άρα να ονομασθή εθνικός ποιητής της παρούσης γενεάς;