Οι λέξεις (1963) είναι ένα αυτοβιογραφικό κείμενο του Ζαν-Πωλ Σαρτρ που αναφέρεται στην πρώτη δεκαετία της ζωής του και αφηγείται το πάθος του για τα βιβλία και το ειδύλλιό του με τη βιβλιοθήκη του παππού του.
Άρχισα τη ζωή μου, όπως και θα την τελειώσω αναμφισβήτητα: ανάμεσα στα βιβλία. Στο γραφείο του παππού μου, υπήρχαν παντού· το ξεσκόνισμά τους ήταν απαγορευμένο, εκτός από μια φορά το χρόνο, τον Οχτώβρη, πριν απ’ την έναρξη του σχολικού έτους. Δεν ήξερα ακόμα να διαβάσω και ήδη, σεβόμουν αυτούς τους ογκόλιθους: όρθια ή ξαπλωτά, σφιγμένα σαν κολλητά τούβλα στα ράφια της βιβλιοθήκης ή ευγενικά αραιωμένα σαν σε αλέες, τα βιβλία ήταν για μένα ταυτόσημα με την ευμάρεια της οικογένειάς μας.
Ήταν όλα όμοια μεταξύ τους· ένοιωθα σαν να βρισκόμουν σ’ ένα μικροσκοπικό μαυσωλείο, περιτριγυρισμένος από ογκώδη αρχαϊκά μνημεία, που μ’ είχαν δει να γεννιέμαι και σίγουρα θα μ’ έβλεπαν να πεθαίνω και που η παρουσία κι’ η διάρκειά τους ήταν για μένα η εγγύηση ενός μέλλοντος τόσο ήρεμου όσο και το παρελθόν. Τα άγγιζα στα κρυφά για να τιμήσω τα χέρια μου με τη σκόνη τους, αλλά δεν ήξερα τί άλλο να τα κάνω και παραβρισκόμουν κάθε μέρα άφωνος σε ιεροτελεστίες που το νόημά τους μου διέφευγε: ο παππούς μου —τόσο αδέξιος συνήθως, που η γιαγιά μου τού κούμπωνε τα γάντια του— χειριζόταν αυτά τα μορφωτικά αντικείμενα με την επιδεξιότητα ιερουργού.
Τον είδα χίλιες φορές να σηκώνεται μ’ αφηρημένο ύφος, να κάνει το γύρο του τραπεζιού, να διασχίζει το δωμάτιο με δυο δρασκελιές, να παίρνει στα χέρια του ένα τόμο χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, χωρίς να καθυστερήσει καθόλου για να διαλέξει, να τον ξεφυλλίσει ώσπου να ξαναγυρίσει στην πολυθρόνα του με μια συνδυασμένη κίνηση αντίχειρα και δείκτη, κι’ ύστερα, μόλις καθόταν, ν’ ανοίγει μεμιάς το βιβλίο στην «κατάλληλη σελίδα», κάνοντάς το να τρίζει σαν ένα καινούργιο παπούτσι.
Καμμιά φορά, πλησίαζα για να δω από κοντά αυτά τα κουτιά που άνοιγαν σα στρείδια κι’ ανακάλυπτα την γυμνότητα των εσωτερικών τους οργάνων, τα χλωμά και σαν μουσκεμένα φύλλα τους, που είχαν ελαφρά φουσκώσει κι’ ήταν σκεπασμένα με μαύρες φλεβίτσες, που έπιναν το μελάνι και μύριζαν μανιτάρι.
Ζαν-Πωλ Σαρτρ, Οι λέξεις, μτφρ. Κ. Σταματίου, Αρσενίδης, Αθήνα 1965, σ. 41-42.