Το βυβλίον ή βιβλίον είναι υποκοριστικό του ουσιαστικού βύβλος ή βίβλος, το οποίο στην αρχαιότητα αναφερόταν στο φυτό πάπυρος, ή στον ρόλο (κύλινδρο) του παπύρου, ή σε μια λωρίδα ή ταινία παπύρου, δηλαδή στο υλικό πάνω στο οποίο έγραφαν οι αρχαίοι. Η λέξη προέρχεται (όπως ισχυρίζονται οι περισσότεροι μελετητές) από το όνομα της φοινικικής πόλεως Βύβλος (τοποθεσία στο σημερινό Λίβανο), από την οποία εισαγόταν στις ελληνικές πόλεις ο κατεργασμένος πάπυρος.
Η λέξη χρησιμοποιείται ευρύτερα από το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. και καθιερώνεται κατά τον 4ο αιώνα, όπως μαρτυρείται από τα κείμενα του Αριστοφάνη, του Πλάτωνα, του Ξενοφώντα, του Αριστοτέλη και άλλων αρχαίων συγγραφέων. Χαρακτηριστική είναι η μνεία της στην πλατωνική Απολογία (26d-26e) του Σωκράτη στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. (βλ. τα παρακείμενα αποσπάσματα από την αρχαία ελληνική γραμματεία).
Οι λέξεις βίβλος και βιβλίον αναφέρονται πρωτίστως σε έργα γραμμένα πάνω σε πάπυρο και αποδίδουν δύο διαφορετικά πράγματα: α) τη μορφή του κυλίνδρου (Blanck 1994, 100-113) κατά την κλασική αρχαιότητα, την ελληνιστική εποχή και τη ρωμαϊκή περίοδο και β) τη μορφή του κώδικα που εμφανίστηκε στους πρωτοχριστιανικούς χρόνους και, παρά τις αλλαγές στους αιώνες που ακολούθησαν, παραμένει ουσιαστικά η ίδια έως σήμερα.