Στο κείμενό του «Το έργο τέχνης στην εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής» (1936) ο Bάλτερ Mπένγιαμιν αρχίζει την πραγμάτευση του ζητήματος με μια παρατήρηση του Πωλ Bαλερύ:
Η θεμελίωση των καλών τεχνών και η καθιέρωση των διαφόρων τύπων τους ανάγεται σε μια εποχή που διέφερε ριζικά απ’ τη δική μας, και σε ανθρώπους που η εξουσία τους πάνω στα πράγματα και τις καταστάσεις ήταν μηδαμινή σε σύγκριση με τη δική μας. Όμως η εκπληκτική ανάπτυξη, που γνώρισαν τα μέσα μας ως προς την προσαρμοστική τους ικανότητα και την ακρίβειά τους, μας ανοίγει για το εγγύτερο μέλλον την προοπτική των πιο ριζικών αλλαγών στην αρχαία βιομηχανία του Ωραίου. Σ’ όλες τις τέχνες υπάρχει μια υλική πλευρά, που δεν μπορεί πια ν’ αντιμετωπίζεται όπως πρώτα· δεν μπορεί πια να ξεφύγει απ’ τις επιδράσεις της σύγχρονης επιστήμης και της σύγχρονης πρακτικής […]. Πρέπει να περιμένει κανείς πως καινοτομίες τόσο μεγάλες θα μεταβάλουν ολόκληρη την τεχνική των τεχνών, θα επηρεάσουν έτσι ακόμα και την έμπνευση και τελικά ίσως φτάσουν στο σημείο ν’ αλλάξουν ακόμα και την ίδια την έννοια της τέχνης κατά τον πιο γοητευτικό τρόπο.
H διαπίστωση και η πρόβλεψη του Bαλερύ συνιστούν οξυδερκείς αντιδράσεις σε ραγδαίες μεταβολές στον χώρο της επικοινωνίας κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα, παραπέμπει όμως παράλληλα και στην παραδοσιακή συνάρτηση της τέχνης με την τεχνική. Συνάρτηση ομόρριζη, αφού η τέχνη δεν μπορεί να νοηθεί πριν ή πέραν της τεχνικής. Στην παράδοση αυτή ανήκουν και οι τεχνολογίες της γραφής, στις οποίες ανήκει και η τεχνολογία του βιβλίου. Κάθε μεταβολή στο επικοινωνιακό μέσο, κάθε αναπροσαρμογή στους μηχανισμούς παραγωγής και ανάλωσης σημείων, μετατρέπει άμεσα τις μορφές, τις σχέσεις και τις χρήσεις του θεσμού της τέχνης.
H υπόδειξη του Bαλερύ αφορά ακριβώς σε αυτό: τέχνη και τεχνική είναι σύμφυτα και αλληλέγγυα, πορεύονται μαζί και διαμορφώνουν ταυτόχρονα τις συνθήκες της ιστορικότητάς τους. Συνεπώς, η δραστική αναμόρφωση του επικοινωνιακού χώρου στην εποχή μας και η καλπάζουσα πρόοδος της τεχνολογίας συνέχονται με τα δρώμενα στην τέχνη και απολήγουν σε έναν επανακαθορισμό της σχέσης του ανθρώπου με τη μυθολογημένη φυσικότητα της «άγραφης» ύπαρξής του.
Αφού το βιβλίο ανήκει στις τεχνολογίες της γραφής, και αυτές με τη σειρά τους ανήκουν στο πεδίο της ανθρώπινης επικοινωνίας, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι το ζήτημα αναφέρεται αποκλειστικά στο υλικό μέσο. Κάτι τέτοιο, όμως, θα ήταν εξαιρετικά περιοριστικό, γιατί θα απέκλειε από τη συζήτηση την τεράστια πολιτισμική επένδυση του δυτικού κόσμου στην εικόνα του βιβλίου, τις πολυδύναμες μεταφορές του ελληνο-ιουδαϊκού πολιτισμού, τη συμβολική ταύτισή του με την ίδια την έννοια της ολότητας.