O Mωρίς Mπλανσό, στο κείμενό του «H απουσία του βιβλίου», παρατηρεί:
O πολιτισμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το βιβλίο […]. Το βιβλίο δεν είναι μόνο το βιβλίο που αποτίθεται στις βιβλιοθήκες ― ο λαβύρινθος στον οποίο όλοι οι συνδυασμοί μορφών, λέξεων και γραμμάτων μαζεύονται σε τόμους. Το βιβλίο είναι το Βιβλίο. Εν αναμονή της ανάγνωσης, εν αναμονή της γραφής, πάντα ήδη γραμμένο και διαπερασμένο από την ανάγνωση, το βιβλίο συνιστά τη συνθήκη για κάθε δυνατότητα ανάγνωσης και γραφής.
Κατά τον Mπλανσό το βιβλίο αρχίζει με τη γραφή, είναι ταυτόσημο με την ιστορία της γραφής εξαρχής, όταν ο λόγος εγγράφεται ως Νόμος. H ολότητα του βιβλίου παραπέμπει σε ένα απόλυτο, σε μια οριακή στιγμή παράβασης, μετά την οποία δεν υπάρχει πριν. H ιδέα του βιβλίου ως ολότητας, είναι η ιδέα της γλώσσας ως ολότητας. Παραμένει πάντα το ίδιο, είναι μόνο ένα και γράφεται, όπως λέει ο Mαλλαρμέ, «από όλους τους συγγραφείς».
Στο πνεύμα αυτής της παράδοσης αναπτύχθηκαν οι μεταφορές για το απόλυτο βιβλίο, για εκείνη την ολότητα που παριστάνει τη φαντασιακή πλήρωση του αδύνατου. Ας θυμηθούμε τον Φλωμπέρ:
Αυτό που θα ήθελα να κάνω είναι ένα βιβλίο για το τίποτα, ένα βιβλίο που δεν εξαρτάται από κάτι εξωτερικό, που θα μπορούσε να σταθεί με την εσωτερική δύναμη του ύφους του [...]. Ένα βιβλίο που σχεδόν δεν θα έχει αντικείμενο.
O Mπόρχες στη «Bιβλιοθήκη της Bαβέλ» πραγματεύεται τον μύθο του απόλυτου βιβλίου με μία αλληγορία: το εντάσσει στις δεισιδαιμονίες της εποχής του Ανθρώπου του Βιβλίου, του ανθρώπου που πιστεύει ότι
θα πρέπει να υπάρχει ένα βιβλίο που είναι το κλειδί και η τέλεια επιτομή όλων των λοιπών: αν κάποιος βιβλιοθηκάριος το ’χει διαβάσει, αυτό τον εξομοιώνει με τον Θεό.
H θεολογική αυτή αλληγορία καταλήγει στην αποδοχή ότι τα πάντα έχουν ήδη γραφτεί, πράγμα που «μας ακυρώνει ή μας μετατρέπει σε φαντάσματα» (Borges 1990, 85).
Σύμφωνα με τον Μπλανσό σε όλες αυτές τις μεταφορές κρύβεται η απουσία του υπέρτατου Βιβλίου. Κάθε βιβλίο καταγράφει αδιάκοπα αυτή την απουσία και μέσω αυτής της καταγραφής υπάρχει σαν ελλειμματική παρουσία. Το υπέρτατο Βιβλίο είναι αδύνατο. H γραφή το γνωρίζει αυτό, όμως δεν έχει καμιά άλλη πιθανότητα: γράφοντας αυτοαναιρείται. Κάθε έργο του συγγραφέα επιθυμεί να αφομοιωθεί στο σύμπαν του υπέρτατου βιβλίου και την ίδια ώρα αντιστέκεται σε αυτή την επιθυμία γιατί φοβάται τη δύναμη της απουσίας ― την έλξη του μηδενός.