Όταν ο γιατρός John Watson ξύπνησε, στις 4 Μαρτίου του 1878, βρήκε τον συγκάτοικό του, τον κύριο Sherlock Holmes, να απολαμβάνει το πρόγευμά του. Η σπιτονοικοκυρά είχε καθυστερήσει να ετοιμάσει το δικό του πρόγευμα και, για να ξεπεράσει τη νευρικότητά του, στράφηκε στην ανάγνωση ενός άρθρου με τον φιλόδοξο τίτλο: «Το Βιβλίον της Ζωής». Η εντύπωσή του για το άρθρο υπήρξε αρνητική: ένας αξιοσημείωτος συνδυασμός εξυπνάδας και παραλογισμού. Συλλογισμός προσεκτικός και δυνατός, αλλά παρατραβηγμένα και υπερβολικά συμπεράσματα. «Από μια σταγόνα νερού», έλεγε ο συγγραφέας, «ένας ορθολογιστής θα μπορούσε να συμπεράνει με βεβαιότητα πως αυτή προέρχεται από τον Ατλαντικό ή τον Νιαγάρα χωρίς να έχει δει ή να έχει ακούσει ποτέ για τον ένα ή για τον άλλο». Αυτό ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα με το οποίο ο παράξενος συγγραφέας, που, όπως αργότερα αποκαλύφθηκε, δεν ήταν άλλος από τον Sherlock Holmes, υποστήριζε την επιστήμη της επαγωγής και της ανάλυσης (Doyle 1984).
Ο διάσημος ντετέκτιβ ισχυριζόταν πως από μια φευγαλέα έκφραση, από έναν στιγμιαίο μορφασμό, από μια σύσπαση στο πρόσωπο ή από μια λάμψη στο βλέμμα, μπορεί κανείς να κατανοήσει τις ενδόμυχες σκέψεις ενός ανθρώπου. Εφόσον κάποιος είναι εκπαιδευμένος στην παρατήρηση και στην ανάλυση, η εξαπάτηση είναι αδύνατη και τα συμπεράσματα εμφανίζονται αδιάψευστα όσο και πολλά από τα θεωρήματα του Ευκλείδη. Αντίθετα, ο John Watson, ιατρός, που τίποτα αξιοθαύμαστο δεν έχει κάνει στη ζωή του εκτός από το να πληγωθεί σοβαρά υπηρετώντας ως βοηθός χειρουργού στο αφγανικό μέτωπο, αδυνατεί να εκτιμήσει την αξία του άρθρου αλλά και του συγγραφέα του, που μάλιστα τον φαντάζεται, ως κάποιον αργόσχολο, λάτρη της πολυθρόνας, απομονωμένο στο μελετητήριό του. Εντελώς ανυποψίαστος για τις αρχές της επαγωγής, βγάζει από τα διαθέσιμα στοιχεία ολωσδιόλου λανθασμένα συμπεράσματα.
Ο Bertrand Russell, το 1912, στο 6ο κεφάλαιο του βιβλίου του The Problems of Philosophy με τίτλο «On Ιnduction», επανέρχεται σε ένα ζήτημα που είχε απασχολήσει τον σκεπτικιστή φιλόσοφο David Hume. Ο Hume, μιλώντας για την αιτιότητα στη φύση, υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει αναγκαία σύνδεση στην εμφάνιση δύο συμβάντων Α και Β. Απλώς έχουμε τη «συνήθεια» να αναμένουμε ότι η εμφάνιση ενός γεγονότος Α θα οδηγήσει σε ένα γεγονός Β. Ο Russell αποδεικνύει πως ο Hume έχει δίκιο: η επαγωγή δεν μπορεί να τεκμηριωθεί. Όπως το θέτει ο Russell, πρέπει να προβληματιστούμε εάν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε σε ό,τι ονομάζουμε «ομοιομορφία της φύσης». Πρόκειται για την πίστη πως ό,τι συνέβη ή θα συμβεί είναι ένδειξη ενός γενικού νόμου στον οποίο δεν χωρούν εξαιρέσεις. Μπορούμε όμως να βεβαιώσουμε ότι υπάρχει μια τέτοια «ομοιομορφία της φύσης»;
Η επαγωγή μπορεί μόνο να μας πει το εξής: όταν βρεθεί πως ένα πράγμα Α συνδέεται με ένα πράγμα Β, και δεν βρεθεί ποτέ να μην συνδέεται με το πράγμα Β, τότε, όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των περιπτώσεων που το Α συνδέεται με το Β, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες τα δύο πράγματα να συνδέονται και σε μια άλλη περίπτωση, στην οποία να εμπλέκεται το ένα από τα δύο. Η επαγωγή δεν μπορεί, λοιπόν, να εγγυηθεί την αλήθεια, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως ένας τρόπος για να βγάλουμε συμπεράσματα για τον κόσμο. Γιατί τότε θεωρούμε ότι η επαγωγή είναι αποτελεσματική; Επειδή ήταν αποτελεσματική στο παρελθόν. Όμως, έτσι, μπλεκόμαστε σε έναν φαύλο κύκλο, αφού προσπαθούμε να τεκμηριώσουμε την επαγωγή με την επαγωγή.
Και αυτή η λογική πλάνη πρέπει να προβληματίσει όχι μόνον τους φιλοσόφους αλλά και όσους, σαν τον σπουδαίο κύριο Sherlock Holmes, ερευνούν το έγκλημα.