Ό,τι μπορεί κανείς να μάθει από τη λογοτεχνία για τον πραγματικό κόσμο, μπορεί ακόμα καλύτερα να το μάθει από μη λογοτεχνικές πηγές: αυτό είναι το κυριότερο επιχείρημα των φιλοσόφων που απορρίπτουν τη γνωστική αξία της λογοτεχνίας. Επαγγελματίες ψεύτες, ονομάζει ο Hume τους ποιητές και ο Russell χαρακτηρίζει ψευδείς όλες τις προτάσεις του σαιξπηρικού Hamlet, βασισμένος αποκλειστικά στο γεγονός ότι πρόσωπο με το όνομα Hamlet δεν υπάρχει. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον Russell, οι μυθιστορηματικές προτάσεις είναι ψευδείς, επειδή δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως διατυπώσεις έξω από το φανταστικό σύμπαν της λογοτεχνίας.
[n]ow for the Poet, he nothing affirmeth, and therefore never lieth
Αυτή η πρώιμη διατύπωση θα βρει συνέχεια στον 20ό αιώνα, όταν φιλόσοφοι όπως ο P.F. Strawson, ο H.L.A. Hart, ο Joseph Margolis, ο Roger Scruton κ.ά., βασισμένοι στη θεωρία του νοήματος του Gottlob Frege, επιχειρούν μια σαφή διάκριση ανάμεσα στη δηλωτική/αποφαντική (assertive) και στη μυθιστορηματική (fictive) χρήση της γλώσσας. Η δεύτερη, προσιδιάζουσα στη λογοτεχνία, είναι μια γλώσσα από την οποία λείπει η αναφορική δύναμη (για περισσότερες πληροφορίες, βλ. εδώ ), καθώς το λογοτεχνικό σημείο δεν συνδέεται με κάτι υπαρκτό στην εξωτερική πραγματικότητα.
Αν όμως ο συγγραφέας, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα, δεν αναφέρεται στην πραγματικότητα, τότε τί ακριβώς κάνει; Προσποιείται, απαντά μια μερίδα φιλοσόφων. Ο συγγραφέας προσποιείται και ο αναγνώστης εμπλέκεται οικειοθελώς σε αυτήν τη διαδικασία. Ο J.L. Austin και ο John R. Searle, βασικοί εκπρόσωποι αυτής της θέσης, αναπτύσσουν την άποψή τους για τη λογοτεχνία βασισμένοι στη θεωρία των γλωσσικών πράξεων (speech acts). Ο συγγραφέας —υποστηρίζουν—, γράφοντας, απλώς υποκρίνεται ότι επιτελεί προσλεκτικές πράξεις (illocutionary acts, βλ. εδώ ), καθώς, σύμφωνα με τον Austin, η κανονική συνθήκη αναφοράς είναι εκκρεμής στη λογοτεχνία. Ο Searle, από την πλευρά του, τονίζει ότι η λογοτεχνία καταστρατηγεί τους κανόνες που ισχύουν για τις δηλωτικές/αποφαντικές γλωσσικές πράξεις. Δηλαδή: ο λογοτέχνης δεν δεσμεύεται στην αλήθεια των ισχυρισμών του (παραμένει λογικά εκτεθειμένος) και, επομένως, δεν νιώθει υποχρεωμένος να τους αποδείξει. Επιπλέον, διατυπώνει προτάσεις που και ο ίδιος δεν τις πιστεύει ως αληθινές (παραμένει ηθικά εκτεθειμένος), χωρίς ωστόσο να περάσει από το μυαλό κανενός να του προσάψει την κατηγορία ότι λέει ψέματα. Ο Richard Ohmann συμπληρώνει αυτήν τη θέση προσθέτοντας και το στοιχείο της μίμησης. Η προσλεκτική δύναμη της λογοτεχνίας είναι, σύμφωνα με τον Ohmann, μιμητική. Ο συγγραφέας, αφενός, μιμείται γλωσσικές πράξεις του πραγματικού κόσμου και, αφετέρου, προβαίνει σε μια προσλεκτική πράξη μίμησης δημιουργώντας έναν αφηγητή ή χαρακτήρες, οι οποίοι αναλαμβάνουν την επιτέλεση αυτών των γλωσσικών πράξεων (το επιχείρημα είναι ισχυρό, ακόμα και στις περιπτώσεις που ο αφηγητής ή ο ήρωας λειτουργούν ως personae του συγγραφέα).
Τέλος, ο Kendall L. Walton αντιμετωπίζει τη λογοτεχνία ως ένα παιχνίδι προσποίησης (make-believe game) στο οποίο εμπλέκονται οικειοθελώς ο συγγραφέας και ο αναγνώστης. Τις θέσεις του υιοθετεί και ο Gregory Currie. Και οι δύο κατατάσσουν τη λογοτεχνία στην κατηγορία των παιχνιδιών που παίζουν τα μικρά παιδιά, όταν παριστάνουν, για παράδειγμα, τους πειρατές ή τους ιππότες. Έτσι και ο αναγνώστης διαβάζει το λογοτεχνικό έργο σαν να ήταν αληθινό, σαν τα γεγονότα που αυτό αφηγείται να έχουν πράγματι συμβεί. Παρότι —πρέπει να σημειωθεί— υπάρχει ενδεχόμενο, και συμβαίνει συχνά, κάποια από τα αφηγημένα γεγονότα να είναι πράγματι αληθινά και κάποιες από τις μυθιστορηματικές προτάσεις, που συνήθως διακόπτουν την αφήγηση, να είναι πράγματι δηλωτικές και να γίνονται με την προσδοκία ότι θα γίνουν πιστευτές από τον αναγνώστη.