Στη μακρά συζήτηση για την οντολογική υπόσταση της λογοτεχνικής πραγματικότητας, κεντρική είναι η έννοια της μίμησης. Η μίμηση καταστατικά: α) προϋποθέτει σαφή διάκριση ανάμεσα σε ένα πρότυπο και ένα αντίγραφο και β) συνεπάγεται ιεραρχική σχέση μεταξύ των δύο, ιεραρχία η οποία καθιστά δυνατή την αξιολογική αποτίμησή τους.
Ο Πλάτων αναφέρεται στη μίμηση στο 3ο βιβλίο της Πολιτείας. Εκεί, με αναφορά το πεδίο της αφηγηματολογίας, διαστέλλει τη μίμηση (την κατάσταση κατά την οποία ο ίδιος ο ήρωας, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αφηγείται την ιστορία του) από τη διήγηση (την κατάσταση κατά την οποία ο ποιητής παίζει έναν ρόλο και μεταφέρει την ιστορία με τη δική του φωνή, σε τριτοπρόσωπη αφήγηση), τασσόμενος σαφώς υπέρ της δεύτερης και θεωρώντας την πρώτη ανωμαλία. Στο 10ο βιβλίο του ίδιου έργου, ο Πλάτων μέσω της μίμησης καταλήγει στην οντολογική υποτίμηση της τέχνης συνολικά. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο, υπάρχει, από τη μια, η ανώτερη αρμοδιότητα, η διαχρονική λειτουργία, η σταθερότητα και πληρότητα της Ιδέας (του υποδείγματος) και, από την άλλη, η φανταστική, φευγαλέα, εφήμερη όψη της, η οποία αποδίδεται μιμητικά. Το υπόδειγμα είναι αυτό που ορίζει τί είναι κάτι· η πραγματικότητα του μιμήματος (σε οντολογικό επίπεδο) και η αξία του (σε ηθικό επίπεδο) μετριέται με βάση την απόστασή του από το υπόδειγμα. Επομένως, οντολογικά, υπάρχει ένα καθολικό επίπεδο νοητό και ένα μερικό επίπεδο αισθητό που αντλεί την πραγματικότητά του από το πρώτο. Και περαιτέρω, σε μια μετάθεση από το είναι στο δέον, ο αισθητός κόσμος (πρέπει να–) καθορίζεται από τον κόσμο των Ιδεών.
Στον μεταγενέστερο Σοφιστή (κυρίως, κεφ. 235 κ.εξ.), ο Πλάτων διακρίνει την ειδωλοποιητική τέχνη σε εἰκαστικήν και φανταστικήν. Η πρώτη αναπαράγει όσο πιο πιστά γίνεται τις ιδιότητες του μοντέλου, σε αντίθεση με τη δεύτερη που αντιγράφει μόνον την εξωτερική εμφάνιση του αντικειμένου, όπως το παρατηρεί κάποιος από ορισμένη θέση και έτσι, παρακάμπτοντας την αλήθεια και προωθώντας την ταχυδακτυλουργία και την εξαπάτηση, δημιουργεί φαντάσματα. Είναι, επομένως, ακατάλληλη για τό φρόνιμόν τε καί ἡσύχιον ἦθος (Πολιτεία, X, 604e), που ο Πλάτων επιθυμεί να διακρίνει τους φύλακες της πολιτείας του.
Η μιμητική τέχνη, ως αναξιόπιστη και ατελής, δεν απευθύνεται στη λογική, αλλά στο ταπεινότερο μέρος της ψυχής μας. Η επιρροή της υποβαθμίζει και διαφθείρει και, άρα, πρέπει να απορρίπτεται. Έτσι ο Πλάτων στρέφεται εναντίον του Ομήρου και τον εξορίζει από την ιδανική του πολιτεία (Πολιτεία, Χ, 595a-608c), ενώ επιφυλάσσει για τον φιλόσοφο το αποκλειστικό προνόμιο της αλήθειας. Έκτοτε, ολόκληρη η ιστορία της δυτικής σκέψης βασίζεται στη δυαδικότητα: φιλοσοφία και ποίηση, επιστήμη και τέχνη, ουσία και φαινομενικότητα…
Μέχρι τη Νεωτερικότητα. Αυτή απορρίπτει τη μιμητική θεωρία και καταγγέλλει όλα τα μέσα με τα οποία κατασκευάζεται η ψευδαίσθηση του ρεαλισμού και του νατουραλισμού. Ευρύτερα, η Νεωτερικότητα προσδιορίζεται και —κυρίως— αυτοπροσδιορίζεται με τρόπο αποφατικό: αρνείται να μιμηθεί την Αρχαιότητα· αρνείται στην ουσία την ύπαρξη οποιουδήποτε μοντέλου και, επιπλέον, αρνείται να δεχτεί ότι η ίδια αποτελεί μίμηση. Απορρίπτει, λοιπόν, το πλατωνικό οικοδόμημα και την ιεραρχία που αυτό συνεπάγεται (βλ. Deleuze 1969).