Ένας αναγνώστης του Lord of the Rings νιώθει φόβο για το σκοτεινό μυστήριο της γης της Mordor. Ένας άλλος αγωνιά για την τύχη του μικρού Oliver Twist που τριγυρνά μόνος στους εχθρικούς δρόμους του Λονδίνου. Ένας τρίτος χαίρεται που όλα διευθετούνται και η νεαρή Emma, στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Jane Austen, βρίσκει τελικά την ευτυχία στον γάμο με τον κύριο Knightley. Ο Oscar Wilde μάς πληροφορεί ότι ο θάνατος του μπαλζακικού Lucien de Rubempré τού προκάλεσε μια θλίψη που ποτέ στη ζωή του δεν κατάφερε να ξεπεράσει. Όταν ο Sir Arthur Conan Doyle, μπουχτισμένος από την επιτυχία του ήρωά του Sherlock Holmes, έλαβε την απόφαση να τον σκοτώσει, το κοινό αντέδρασε με τέτοια ένταση, ώστε ο Doyle αναγκάστηκε να αναθεωρήσει. Και αν ψάξει κανείς στο διαδίκτυο, ακόμα σήμερα, εκατόν πενήντα χρόνια μετά, θα βρει αγανακτισμένες αναγνώστριες που ποτέ δεν συγχώρησαν τη Louisa May Alcott, η οποία, στις Μικρές κυρίες, πήρε την —ομολογουμένως απαράδεκτη— απόφαση να παντρέψει την Jo με τον ασήμαντο καθηγητή Bhaer και τον Laurie με τη ματαιόδοξη μικρή αδελφή της Amy.
Αυτά τα αισθήματα που νιώθουμε για τους μυθιστορηματικούς ήρωες και τα μυθιστορηματικά συμβάντα παραβιάζουν μια βασική προϋποθετική αρχή. Ότι για να συμπάσχουμε με κάποιο πρόσωπο πρέπει να θεωρούμε αυτό το πρόσωπο υπαρκτό, πράγμα που δεν συμβαίνει με τους ήρωες της λογοτεχνίας. Κι όμως… μας κάνουν να συγκινούμαστε, να θυμώνουμε, να χαμογελάμε.
Ο Colin Radford, σε ένα άρθρο του 1975 που ξεκίνησε τη συζήτηση για αυτό που ονομάστηκε «μυθιστορηματικό παράδοξο» (paradox of fiction), χαρακτήρισε τη συναισθηματική μας ανταπόκριση στους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες παράλογη, ασυνάρτητη και ασυνεπή. Και δεν δέχεται ως δικαιολογία το ότι, διαβάζοντας ένα λογοτεχνικό έργο, μας συναρπάζει σε σημείο ώστε να ξεχνάμε ότι είναι φανταστικό. Αν το ξεχνούσαμε, λέει ο Radford, τότε, όπως θα κάναμε και στην πραγματική μας ζωή, θα σπεύδαμε να βοηθήσουμε τον ήρωα που ταλαιπωρείται ή κινδυνεύει, πράγμα που όμως καθόλου δεν συμβαίνει.
O Kendall Walton, επίσης, θεωρεί τέτοια συναισθήματα ακατανόητα, αδύνατα και ψεύτικα, καθώς έχουμε απόλυτη επίγνωση ότι όλα όσα διαβάζουμε δεν είναι αληθινά. Το μόνο που, σύμφωνα με τον Walton, μπορεί να δικαιολογήσει αυτήν τη συναισθηματική μας ανταπόκριση, είναι το γεγονός ότι εμείς οι αναγνώστες συμμετέχουμε θεληματικά σε ένα παιχνίδι προσποίησης, μέσω του οποίου εισερχόμαστε και βυθιζόμαστε στον μυθιστορηματικό κόσμο. Ο φόβος, η χαρά ή η λύπη μας, αν και μοιάζουν με τέτοια, δεν είναι πραγματικά συναισθήματα σαν αυτά που θα μας προκαλούσαν οι περιπέτειες πραγματικών προσώπων· ο Walton τα ονομάζει οιονεί συναισθήματα (quasi-emotions).
Ο Peter Lamarque, στο δοκίμιό του «How can we fear and pity fictions», διαφωνεί με τις προηγούμενες θέσεις και διατυπώνει μια πολύ τολμηρή θεωρία. Δεν είμαστε εμείς που βυθιζόμαστε στον κόσμο των μυθιστορηματικών ηρώων, ώστε να συμπάσχουμε με αυτούς· είναι οι μυθιστορηματικοί ήρωες που εισέρχονται στον δικό μας κόσμο ως διανοητικές παραστάσεις και, αληθινές ως τέτοιες, επιτρέπουν στα συναισθήματά μας που συνδέονται με αυτές να είναι αληθινά. Και ο R.T. Allen, ακόμη πιο τολμηρά, υποστηρίζει ότι το πρόβλημα λύνεται, αν πάψουμε να συνδέουμε τη λογοτεχνία με την παρουσίαση γεγονότων. Άπαξ και αντιληφθούμε ότι η αλήθεια δεν περιορίζεται στην πραγματικότητα των γεγονότων, το πρόβλημα εξαφανίζεται, γράφει. Ο Gregory Currie, τέλος, προτείνει μιαν άλλη εξήγηση. Τα αισθήματά μας για τους μυθιστορηματικούς ήρωες είναι αυθεντικά, μόνο που δεν έχουν ως αποδέκτες τους μυθιστορηματικούς ήρωες. Καθώς η λογοτεχνία προκαλεί συνειρμούς με αληθινούς ανθρώπους, σε αυτούς —ισχυρίζεται— κατευθύνονται στ’ αλήθεια τα συναισθήματά μας.