Η Ursula Le Guin, στο δοκίμιό της «Why are Americans afraid of dragons», συνηγορεί υπέρ της φαντασίας, υπέρ της ικανότητας εκείνης που κάνει κυρίως τα παιδιά να πιστεύουν ότι κάτι είναι αληθινό, έστω κι αν ξέρουν ότι δεν είναι· και το κάνουν αυτό, δίχως να μπερδεύουν τη φαντασία με την πραγματικότητα. «Μέσα στη γη, σε μια τρύπα, ζούσε κάποτε ένα χόμπιτ» (Τόλκιν 1978, 11). Χόμπιτ δεν υπάρχουν και, βέβαια, δεν ζουν σε μια τρύπα μέσα στη γη. Τα παιδιά το ξέρουν καλά, αλλά ένα λογοτεχνικό βιβλίο που μιλά για αυτά —αν μάλιστα είναι το Hobbitτου J.R.R. Tolkien— είναι αληθινό. Όσο για τους ενήλικους, αυτοί μένουν με το στενόχωρο, στείρο γεγονός: χόμπιτ δεν υπάρχουν και οι τρύπες μέσα στη γη δεν χρησιμοποιούνται για σπίτια. Κι έτσι, οι ενήλικοι χάνουν την ευκαιρία να φτάσουν στην αλήθεια μέσα από τον λοξό δρόμο της φαντασίας.
Η φαντασία δεν εκτιμήθηκε πολύ από τους φιλοσόφους μετά την Αναγέννηση. Ο René Descartes την έβλεπε ως εμπόδιο στη διερεύνηση της ύπαρξης. Η προσπάθεια να φανταστεί κανείς τις μεταφυσικές αλήθειες είναι το ίδιο ανόητη με το να κοιμηθεί κανείς και να πιστεύει ότι μέσω των ονείρων θα αποκτήσει μια πιο καθαρή εικόνα του κόσμου, έγραφε. Ο David Hume την έβρισκε κατώτερη σε σύγκριση με την αντίληψη και τη μνήμη, παρότι αναγνώριζε ότι τίποτα από όσα φανταζόμαστε δεν είναι αδύνατο. Ο Immanuel Kant, ακολουθώντας για άλλη μια φορά τη μέση οδό, θεωρούσε τη φαντασία ως την τρίτη πηγή της ανθρώπινης γνώσης μετά την αισθητικότητα και τη διάνοια, και ως εκείνη που επιτελεί τη σύνθεση ανάμεσα σε αυτές τις δύο ικανότητες. Επίσης, ο Kant διέκρινε τη φαντασία σε «παραγωγική» και «αναπαραγωγική». Η πρώτη μάς διευκολύνει να συνθέσουμε το αισθητηριακό περιεχόμενο σε ένα σύνολο που έχει νόημα καθιστώντας έτσι δυνατή την αντίληψη, ενώ η δεύτερη σχετίζεται με την ανάμνηση.
Ο ρομαντισμός αναβαθμίζει τη φαντασία (σχεδόν την ανακαλύπτει εκ νέου), την τοποθετεί σε μια νοητή περιοχή μεταξύ αισθητικού και μυστηριακού και θεωρεί ότι παίζει σημαντικό ρόλο στη δημιουργική σκέψη που χαρακτηρίζει την ιδιοφυΐα του καλλιτέχνη. Έτσι κι αλλιώς, ο ρομαντισμός αποσκοπεί σε μια ριζική ανανέωση των γνωστικών και αισθητηριακών κατηγοριών που κυριαρχούσαν στη δυτική σκέψη από την εποχή του καρτεσιανού ορθολογισμού. Έχει προηγηθεί ο φιλόσοφος Johann Gottlieb Fichte, που υποστήριξε ότι η ύπαρξη και η μορφή του κόσμου εξαρτώνται αποκλειστικά από τον τρόπο με τον οποίο η ατομική φαντασία τις αντιλαμβάνεται. Και βέβαια, αν ο κόσμος εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο τον αντιλαμβανόμαστε, τότε μπορούμε να τον διαμορφώσουμε και να τον «ποιητικοποιήσουμε» σε έναν αδιάκοπα εξελικτικό, μαγικό ιδεαλισμό, με μέσον τη δημιουργική φαντασία (Furst 1969). Ο Samuel Taylor Coleridge, ο Percy Shelley, ο Friedrich Schlegel, ο William Wordsworth, o William Blake κ.ά. θα την υπερασπιστούν σθεναρά. Και, στο πλαίσιο αυτής της τάσης, θα γεννηθούν, τότε και αργότερα, λογοτεχνικοί ήρωες που ακόμη μας στοιχειώνουν: ο Βέρθερος του Johann Wolfgang von Goethe, o Frankenstein της Mary Shelley, ο δόκτωρ Jekyll και ο κύριος Hyde του Robert Louis Stevenson, ο Dorian Gray του Oscar Wilde, ο Leopold Bloom του James Joyce κ.ά.
Τον 20ό αιώνα, και μετά την επανάσταση του ρεαλισμού και του νατουραλισμού, η φαντασία νομιμοποιείται εκ νέου με τον φροϋδισμό και τα προϊόντα του: το νταντά και τον υπερρεαλισμό. Και στο τέλος του αιώνα, σημειώνεται η δειλή στην αρχή, τολμηρότερη στη συνέχεια, εμφάνιση αυτού του ιδιαίτερου λογοτεχνικού υποείδους που ονομάζεται «φανταστική λογοτεχνία» (science fiction ή fantasy), και ενσωματώνει στοιχεία που ανήκουν σε ένα ευρύ φάσμα ιστορικά προσδιορισμένων μοντέλων άλλων γενών, από τα οποία ορισμένα κατατάσσονται στην «υψηλή» λογοτεχνία: έπος, μύθος, παραμύθι, ιστορικό μυθιστόρημα, ρομαντικό μυθιστόρημα, σάτιρα, ουτοπία/δυστοπία κλπ. Η συνηθέστερη περιγραφή για τη φανταστική λογοτεχνία είναι ότι όσα αφηγείται δεν μπορούν να συμβούν στον πραγματικό κόσμο. Ένας μακρινός πλανήτης ή ένας άγνωστος κόσμος είναι η σκηνή στην οποία εκτυλίσσεται η πλοκή. Η μαγεία και το υπερφυσικό είναι από τα βασικά συστατικά της. Άνθρωποι, τέρατα και μυθικά όντα συνυπάρχουν. Η υπερσύγχρονη τεχνολογία και αρχιτεκτονική συνδυάζεται με στιγμιότυπα καθημερινής ζωής που θυμίζουν Μεσαίωνα.
Και το ερώτημα: πόσο διαφορετικός είναι ο Aragorn , απόγονος του Isildur και νόμιμος διεκδικητής των θρόνων της Arnor και της Gondor , από τον πρίγκιπα Hamlet, που έχει το όνομα του πατέρα του και διεκδικεί και αυτός έναν θρόνο, εκείνον της Δανιμαρκίας; Είναι ο ένας από τους δύο πιο φανταστικός από τον άλλο; Και με ποιο κριτήριο θα αποφασίσουμε κάτι τέτοιο; Πόση φαντασία μπορούμε εν τέλει να αντέξουμε;