Όταν κυκλοφορεί το δοκίμιο του Roland Barthes «The death of the author» (1977), η εκατοντάχρονη κυριαρχία του συγγραφέα τερματίζεται. Η μεταμοντέρνα κριτική σκέψη ευνοεί την ανάδυση ενός άλλου υποκειμένου, του αναγνώστη. Δύο φιλοσοφικές θεωρίες διευκολύνουν αυτήν τη μετάβαση.
Πρώτα-πρώτα, η φαινομενολογία του Edmund Husserl, ο οποίος συνδέει την ύπαρξη των πραγμάτων με την αντίληψή τους από την ανθρώπινη συνείδηση, στην οποία αποδίδει προθετικότητα/αποβλεπτικότητα (intentionality). Η φαινομενολογία θεωρεί τα λογοτεχνικά έργα κοινωνικές και πολιτισμικές οντότητες, οι οποίες, ως καθαρά προθεσιακά ενεργήµατα, οφείλουν την ύπαρξή τους στην ανθρώπινη νόηση/συνείδηση. Ο Roman Ingarden αξιοποιεί —με ορισμένες παραλλαγές— αυτήν τη θέση στη μελέτη της λογοτεχνίας, εισάγοντας την έννοια της συγκεκριµενοποίησης (concretization) και καθιστώντας τον αναγνώστη υπεύθυνο για τη δημιουργία του λογοτεχνικού έργου ως αισθητικού γεγονότος.
Η δεύτερη θεωρία είναι η ερμηνευτική του Hans-Georg Gadamer, ο οποίος αμφισβητεί την ανάγνωση ως αναγνώριση ενός προϋπάρχοντος νοήματος, καθώς και τη δυνατότητα ανάκτησης από τον σύγχρονο αναγνώστη του αρχικού συγκείμενου. Το λογοτεχνικό έργο δεν εξαντλείται ποτέ στις προθέσεις του συγγραφέα, αλλά νοηματοδοτείται εκ νέου από κάθε ιστορικό αναγνώστη περνώντας από το ένα κοινωνικο-πολιτισμικό πλαίσιο στο άλλο. Πρόκειται για τη λεγόμενη θεωρία της συγχώνευσης των οριζόντων (Horizontverschmelzung) κειμένου και αναγνώστη που μόνον υποθετικά είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους, αφού ο ορίζοντας του κειμένου δεν μπορεί να οριοθετηθεί χωρίς τη συμβολή του αναγνωστικού παρόντος, το οποίο είναι φορτισμένο με τις δικές μας προ-ιδεάσεις/προ-αντιλήψεις/προ-κατανοήσεις. Με αποτέλεσμα, ο συν-καθορισμός του νοήματος από τους συγκεκριμένους χρονικούς και προσωπικούς ορίζοντες του εκάστοτε αναγνώστη να μην επιτρέπει την ύπαρξη μίας ερμηνείας, αλλά το νόημα του κειμένου να ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό µε το νόημα που αυτό έχει για τον αναγνώστη στον εκάστοτε χωροχρονικό ορίζοντα της ανάγνωσης.
Η θεωρία της πρόσληψης (reception theory), που εμφανίζεται στο τέλος της δεκαετίας του ’60, εμπνέεται από την ερμηνευτική και η θεωρία της αναγνωστικής ανταπόκρισης (theory of aesthetic response), στην αρχή της δεκαετίας του ’70, από τη φαινομενολογία. Ο Hans Robert Jauß (1982· 1995), βασικός εκπρόσωπος της θεωρίας της πρόσληψης, εστιάζει στο ζήτημα της ιστορικότητας που κατέχει κεντρική θέση στον Gadamer. Ο Jauß αναγνωρίζει τον αναγνώστη ως υποκείμενο και από αυτόν εξαρτά τις συνθήκες της πρόσληψης του λογοτεχνικού κειμένου. Ο ορίζοντας προσδοκιών (horizon of expectations) του αναγνώστη, διαμορφωμένος από τις λογοτεχνικές και τις προσωπικές του εμπειρίες, καθορίζει την ετοιμότητά του να επικοινωνήσει με ένα λογοτεχνικό έργο. Ο Wolfgang Iser (1972), βασικός εκπρόσωπος της θεωρίας της αναγνωστικής ανταπόκρισης, εμπνέεται περισσότερο από τη φαινομενολογική θέση, την οποία όμως αναθεωρεί όσον αφορά στην περιγραφή της αναγνωστικής εμπειρίας. Ο Iser υποστηρίζει πως η ανάγνωση δεν είναι µια απλή γραμμική εμπειρία και ότι η πορεία που διατρέχει ο αναγνώστης δεν προκαθορίζεται από το κείμενο. Αντίθετα, είναι µια συνεχής διαδικασία παλινδρόμησης, στο πλαίσιο της οποίας αναθεωρούνται παρελθόντα πορίσματα και αναδύονται νέες προσδοκίες.