Στον πρόλογο του μυθιστορήματός του Pierre et Jean (1887) ο Guy de Maupassant κατέληγε στο ακόλουθο συμπέρασμα:
Οι ταλαντούχοι ρεαλιστές θα έπρεπε, κυρίως αυτοί, να ονομάζονται ιλλουζιονιστές.
Στην ουσία, ο Maupassant διατυπώνει μια αξιολογική κρίση για τη λογοτεχνία και τον λογοτέχνη: καλός λογοτέχνης είναι εκείνος που δημιουργεί έναν κόσμο αληθινό. Το κλειδί είναι η λέξη «δημιουργεί». Η λογοτεχνία δημιουργεί έναν κόσμο, δεν αναπαράγει (= αναδημιουργεί) τον αληθινό κόσμο. Ο αναγνώστης της λογοτεχνίας είναι ενήμερος για αυτήν τη σύμβαση. Don’t break the immersion: αυτή η φράση αποτελεί βασικό κανόνα στα σύγχρονα RPGs (role playing games). Η ίδια φράση είναι ισχυρή και στο παιχνίδι της λογοτεχνίας. Όταν διαβάζουμε λογοτεχνία, βυθιζόμαστε σε αυτήν, αποκρούοντας τις επιθέσεις της λογικής (είναι δυνατόν ένας φυλακισμένος να επενδύσει τα χρήματά του στη μόρφωση και στην κοινωνική ανέλιξη ενός φτωχού αγοριού, όπως ισχυρίζεται ο κ. Dickens; πόσες madeleine να καταβροχθίσω για να αναζητήσω τον χαμένο χρόνο μου; ένας τόσο δαιμόνιος ντετέκτιβ σαν τον κ. Holmes μπορεί να υπάρχει;). Χανόμαστε μέσα στο μυθιστόρημα, δραπετεύουμε από την «πραγματική» πραγματικότητα και εισχωρούμε για τα καλά στο λογοτεχνικό σύμπαν. Μάλιστα, όπως μας το υπέδειξε ο Maupassant, με την έκταση αυτής της «βύθισης» ζυγιάζουμε την αξία του έργου που μελετούμε.
Από την άλλη μεριά, ένας φιλόσοφος θα έλεγε πως κάτι τέτοιο δεν είναι καλό σημάδι, καθώς σημαίνει πως η λογοτεχνία μάς οδηγεί στο να χάνουμε την επαφή μας με την πραγματικότητα, εφόσον δεχόμαστε για αληθινό κάτι που δεν είναι. Έτσι κι αλλιώς, η φιλοσοφία, από την απαρχή της και σε κάθε στιγμή της εξέλιξής της, δεν μπορεί να νοηθεί αποσυνδεδεμένη από την αλήθεια, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο αυτή συλλαμβάνεται. Χωρίς αλήθεια, φιλοσοφική διερώτηση δεν υπάρχει· η φιλοσοφία γίνεται πρακτικά ανύπαρκτη. Οι φιλόσοφοι, λοιπόν, είναι αυτοί που διαρκώς μας υπενθυμίζουν τη διαφορά ανάμεσα στη μυθιστορηματική και στην «πραγματική» πραγματικότητα, καθώς αυτοί αναρωτιούνται διαρκώς εάν κάτι υπάρχει πραγματικά. Εξ αυτού, ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ., τους απασχολεί η αλήθεια της λογοτεχνίας, τόσο αναφορικά με τη γλώσσα της όσο και αναφορικά με το περιεχόμενό της.
Αν η αλήθεια ενός λογοτεχνικού έργου είναι ίδιου τύπου με την αλήθεια του πραγματικού κόσμου, τότε πώς θα εξηγήσουμε το γεγονός ότι η λογοτεχνία ικανοποιεί την απαίτηση της αλήθειας χωρίς να χρησιμοποιεί δηλωτικές/αποφαντικές προτάσεις από αυτές που συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας συνομιλία για να διατυπώσουμε έναν ισχυρισμό μας; Αν πάλι η λογοτεχνική αλήθεια είναι διαφορετικού τύπου, τότε τί είδους αλήθεια είναι; Οι φιλόσοφοι που ενδιαφέρονται για τη λογοτεχνία, αυτό το ζήτημα έχουν να αντιμετωπίσουν. Η συνηθέστερη απάντηση είναι ότι η λογοτεχνία παράγει μιαν αλήθεια διαφορετική: καλλιτεχνική, ποιητική, η οποία, επιπλέον, τοποθετείται στο στόμα όχι του συγγραφέα, ενός προσώπου με σάρκα και οστά, αλλά στο στόμα ενός αφηγητή ή ενός μυθιστορηματικού ήρωα. Τοποθετείται, επίσης, σε έναν άλλο κόσμο από τον πραγματικό. Και αν κάποιος δεν βλέπει αυτήν τη διαφορά, τότε —ισχυρίζεται ο Michael Riffaterre— υποπίπτει σε «πλάνη αναφορικότητας» (referential fallacy). Ο κόσμος της λογοτεχνίας, προσθέτει ο Paul Ricœur, είναι ένας κλειστός, αυτάρκης κόσμος, και οι δηλώσεις που γίνονται εντός του, αυτόν τον κλειστό κόσμο έχουν ως αποκλειστική αναφορά. Ας προσθέσουμε: αυτός ο κόσμος γίνεται πιστευτός, όταν πειθαρχεί σε περιορισμούς. Όμως, οι αναγκαίοι περιορισμοί δεν σχετίζονται με τον υποκείμενο αληθινό κόσμο, αλλά προσδιορίζονται από τις εντός του προκαθορισμένες δομές, ώστε αυτός ο μυθιστορηματικός κόσμος, αν και πλασματικός, να γίνει πιθανός.