Ο Πλάτων εξόρισε ακόμη και τον Όμηρο από την ιδεώδη πολιτεία του ακριβώς επειδή τον υποληπτόταν υπερβολικά. Πίστευε ότι η ηθική δύναμη της ποίησής του (με τον όρο, ας εννοούμε τη «λογοτεχνία» εν γένει) είναι τόσο μεγάλη, ώστε μπορεί να διαφθείρει το πνεύμα των ανθρώπων· και ο Πλάτων ήθελε να κρατήσει τους φύλακες της πολιτείας του μακριά από τέτοιες επιρροές. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η πλατωνική επίθεση στην ποίηση δεν οφείλεται σε ελαττώματα σχετικά με τη σύνθεσή της, αλλά στο γεγονός ότι η επίδρασή της στους ανθρώπους είναι επιβλαβής: προκαλεί τον ενθουσιασμό αντί να τους κάνει να στοχάζονται, δημιουργεί στους αδαείς την ψευδαίσθηση ότι γνωρίζουν.
Η Martha Nussbaum συμφωνεί με τον Πλάτωνα για την ισχυρή επίδραση που ασκεί η λογοτεχνία στους ανθρώπους, διαφωνεί όμως με εκείνον υποστηρίζοντας ότι η επιρροή της είναι τέτοια ώστε να μας κάνει ηθικότερους. Πρόκειται για αυτό που άλλοι θα ονομάσουν «κειμενική ηθική» (textual ethics, βλ. Fahraeus & Jonsson 2005) και είναι ένα ζήτημα που άνοιξε με την έκδοση, από τον Ralph Cohen το 1983, ενός τεύχους του περιοδικού New Literary History, το οποίο έφερε τον τίτλο Literature and/as Moral Philosophy. Η Nussbaum, καταπιάνεται με το θέμα παραπέμποντας παραδειγματικά στους δύο αγαπημένους της συγγραφείς, τον Henry James και τον Marcel Proust. Εξηγεί, λοιπόν, ότι αυτοί και οι υπόλοιποι σχολικοί της σύντροφοι λειτούργησαν για αυτήν ως πηγές ηθικού στοχασμού πολύ πριν έρθει σε επαφή με τον δομημένο φιλοσοφικό λόγο.
Το κρίσιμο επιχείρημα της Nussbaum είναι ότι η ηθική αντίληψη σχηματίζεται βασισμένη όχι αποκλειστικά στη διανοητική δραστηριότητα (στην επίκληση, με άλλα λόγια, γενικών αρχών), αλλά εμπλέκει και τα συναισθήματα. Σε τούτο το σημείο η λογοτεχνία υπερέχει της φιλοσοφίας, ισχυρίζεται η Nussbaum, καθώς τα συναισθήματα (πρωτίστως ο έρωτας που κινείται εναλλακτικά μεταξύ έκστασης και οδύνης) και η φαντασία οξύνονται μέσω αυτής· η ενσυναίσθηση ενδυναμώνεται. Επιπλέον, η λογοτεχνία μάς παρέχει τη δυνατότητα να εξερευνήσουμε βαθιά ποικίλες ηθικές θέσεις (σαν να ζούμε πολλές ζωές), όμως να τις εξερευνήσουμε από μακριά, από απόσταση ασφαλείας, διατηρώντας την ουδετερότητά μας. Τα μυθιστορήματα είναι έτσι μια πρόβα πριν από τη ζωντανή παράσταση.
Αν νοιαζόμαστε για την ανάδειξη των κοινωνικών αδικιών, ο Immanuel Kant ή ο John Stuart Mill είναι πιο κατάλληλοι και πιο αποτελεσματικοί από —ας πούμε— τον Charles Dickens, καθώς οι πρώτοι χειρίζονται καλύτερα τα φιλοσοφικά επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία για να θεμελιώσουν τη θέση τους, υποστηρίζουν κάποιοι φιλόσοφοι (Lamarque & Olsen 1994). Η Nussbaum διαφωνεί με αυτό, και φαίνεται ότι η θέση της επιβεβαιώνεται και από τα πράγματα, αν λάβουμε υπ’ όψιν την επίδραση που είχε, παραδείγματος χάριν, το έργο της Harriet Beecher Stowe Uncle Tom's Cabin για τη μεταστροφή των Αμερικανών στο ζήτημα της δουλείας (για περισσότερες πληροφορίες, βλ. και εδώ ). Έτσι, η Nussbaum σπάζει το νήμα του καντιανισμού και του ωφελιμισμού που εξοστρακίζουν τα συναισθήματα από τη σφαίρα της ηθικής φιλοσοφίας. Η φιλοσοφία περιγράφει τα συναισθήματα είτε ως τυφλές, άλογες παρορμήσεις χωρίς καμιά σχέση με τη γνώση, καθώς χρειάζεται να ελεγχθούν από τη λογική, είτε θεωρεί ότι, ακόμη κι αν έχουν κάποια γνωστική αξία, το παραγόμενο από αυτά γνωστικό προϊόν είναι ψευδές. Η Nussbaum, αντίθετα, ισχυρίζεται ότι τα βιώματα, τα συναισθήματα και η φαντασία έχουν γνωστική αξία (περίπου ισοδύναμη με την παραγωγική και επαγωγική λογική του ανθρώπινου νοείν) και, άρα, είναι μέρος του υποστρώματος που θα αξιοποιήσει ο συλλογισμός (η προτεραιότητά του παραμένει αναμφισβήτητη), ώστε να καταλήξει στο τί πρέπει να πράξουμε και να υποστηρίξει τη συνεπόμενη ηθική πράξη.
Με την παραδοχή της αυτή η φιλόσοφος ξαναφέρνει στο προσκήνιο την παλιά συζήτηση για την αντίθεση μεταξύ περιεχομένου και φόρμας στην προσέγγιση του λογοτεχνικού έργου. Αν και δίχως διάθεση πολεμικής, η θέση της αποτελεί υπέρβαση του φορμαλισμού (μολονότι η Nussbaum δεν αρνείται την ερμηνευτική δύναμη της μορφής, εφόσον, επιπλέον, αποφαίνεται ότι ορισμένες φόρμες είναι καταλληλότερες από άλλες στο να μεταφέρουν το περιεχόμενο) και στοίχιση στην άποψη εκείνη που θέλει τη λογοτεχνία φορέα μηνυμάτων, και μάλιστα μηνυμάτων με επίκεντρο τον κόσμο και τον άνθρωπο. Με τον κίνδυνο, πάντως, η λογοτεχνία να υποταχθεί σε εξωτερικές ως προς τη φύση της επιδιώξεις (Nelson 1988).
Επίσης, η Nussbaum επαναφέρει και μιαν άλλη συζήτηση, ιδιαιτέρως προσφιλή στη μετα-Barthes εποχή, για τον ρόλο του συγγραφέα. Μιλάμε για την ηθική διάσταση της λογοτεχνίας με τρόπο απρόσωπο, θεωρώντας ότι ο συγγραφέας είναι νεκρός, όπως μας το ανήγγειλε ο Barthes (1977). Πριν, όμως, από την αναγγελία θανάτου του, ο συγγραφέας ήταν μια σεβάσμια πατριαρχική φιγούρα επιφορτισμένη να κηρύσσει το δέον. Αρκεί μάλιστα να βρεθεί ένας Stalin για να τον παρουσιάσει ως «μηχανικό των ανθρώπινων ψυχών», και τότε, αιφνίδια, η ηθική διάσταση της λογοτεχνίας θα βρεθεί πολύ κοντά στον ηθικισμό ή σε κάτι ακόμα χειρότερο. Πώς, λοιπόν, να δεχτούμε ότι η λογοτεχνία είναι ηθική, χωρίς να διερευνήσουμε την πρόθεση του συγγραφέα; Και αν χρειάζεται να μάθουμε την πρόθεση του συγγραφέα, τότε μήπως αυτός νεκρανασταίνεται και η θεωρία του λογοτεχνικού κειμένου ως ανοιχτού σε διαρκείς επανερμηνείες είναι εσφαλμένη; Αλλά ας σκεφτούμε και αυτό: εάν το νόημα είναι πράγματι, όπως υποστηρίζουν οι σύγχρονες αναγνωστικές θεωρίες, υπόθεση του αναγνώστη, μήπως χρειάζεται να εξετάσουμε και τη δική του ευθύνη στην ηθική του κειμένου;