Στο άρθρο τους οι Σαμπανίκου-Κρητικός παρακολουθούν τη χρήση του όρου Graphic novel στην Ελλάδα και το εξωτερικό και επιχειρούν να τον ορίσουν, θέτοντας κριτήρια μορφής (μέγεθος, αριθμός σελίδων, σχήμα) και περιεχομένου (διασκευή ή πρωτότυπη ιστορία), αφού πρώτα προχωρήσουν σε μια ενδελεχή διερεύνηση του όρου και του ιστορικού και πολιτισμικού πεδίου όπου αυτός αναδύθηκε και επικράτησε.
Όταν ο Γουίλ Άϊσνερ χρησιμοποίησε τον όρο ‘γκράφικ νόβελ’, για να περιγράψει το έργο του A Contract with God and Other Tenement Stories [...], επιχείρησε να διαχωρίσει τη συγκεκριμένη δουλειά από τις προγενέστερες δημιουργίες του και ταυτόχρονα να αναδείξει την ιδιαίτερη προσωπική του καλλιτεχνική προσέγγιση σε σχέση με τα συνηθισμένα κόμικς της εποχής. Και παρά το γεγονός ότι, όπως σημειώθηκε παραπάνω, ο ιστορικός εντοπισμός της χρήσης του όρου εκτείνεται αρκετές δεκαετίες πίσω, για την κοινή γνώμη το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί το πρώτο του είδους του. Και στο σημείο αυτό εισέρχεται ο ρόλος της βιομηχανίας παραγωγής κόμικς στον τρόπο με τον οποίο οριοθετούνται και διαμορφώνονται πολλά από τα στοιχεία της συγκεκριμένης αφηγηματικής τέχνης. Από τη στιγμή που τα κόμικς αποτελούν μια μορφή τέχνης που συνδέεται άμεσα με το τεχνολογικό, πολιτισμικό και βιομηχανικό πλαίσιο της εποχής της, ο διαχωρισμός της ιστορικής και θεωρητικής τους μελέτης από τη βιομηχανία που τα παράγει ενδέχεται να οδηγήσει σε ανακριβή συμπεράσματα. Στις Η.Π.Α., η χρήση του όρου ‘γκράφικ νόβελ’ από έναν αναγνωρισμένο δημιουργό, όπως ο Άϊσνερ για την περιγραφή μιας αφήγησης που διαφοροποιείται από τον εκδοτικό κανόνα, έγινε αποδεκτή από το τρίγωνο που απαρτίζει το κομμάτι της παραγωγικής διαδικασίας (δημιουργοί-εκδότες-αναγνωστικό κοινό) με το κάθε μέλος του να χρησιμοποιεί τον όρο για να καλύψει τις δικές του ανάγκες. Οι δημιουργοί εντοπίζουν στον συγκεκριμένο όρο το καλλιτεχνικό πλαίσιο που θα τους επιτρέψει να κινηθούν πέρα από τα συνήθη όρια της βιομηχανικής παραγωγής, οι εκδότες έναν νέο(;) εμπορικό προϊόν, απενοχοποιημένο στα μάτια της κοινής γνώμης (και μετέπειτα της ακαδημαϊκής κριτικής) από τις «αδυναμίες» των μαζικών προϊόντων της ποπ κουλτούρας και το αναγνωστικό κοινό το αφηγηματικό μέσο που προσφέρει το υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο που θα εξιλεώσει το ενδιαφέρον του για τις κόμικς αφηγήσεις. Τα γκράφικ νόβελς αντιμετωπίζονται ως ένα νέο είδος κόμικς αφήγησης που μπορεί να εξευμενίσει την τέχνη των κόμικς στα μάτια των επικριτών της και ταυτόχρονα να διευρύνει τα όρια του αναγνωστικού κοινού. Για τον λόγο αυτό συστηματοποιείται η ευρεία χρήση του όρου. Στο βιομηχανοποιημένο σύστημα παραγωγής κόμικς των Η.Π.Α. τόσο οι αυτόνομες πολυσέλιδες και πολυτελείς εκδόσεις όσο και οι συρραφές μηνιαίων τευχών, σε ενιαίους τόμους, περιγράφονται από τους εκδότες, και ενίοτε και τους δημιουργούς, ως γκράφικ νόβελς, εκμεταλλευόμενοι την ακαδημαϊκή «διαμάχη» των ερευνητών σχετικά με την οριοθέτηση του συγκεκριμένου όρου. Παράλληλα, ενθαρρύνεται ένας εκδοτικός σχεδιασμός σύμφωνα με τον οποίο οι μηνιαίες εκδόσεις που απαρτίζουν τον εκδοτικό κορμό της mainstream παραγωγής (comic books) χάνουν τον, παραδοσιακά, αυτοτελή τους χαρακτήρα και μετατρέπονται σε «κεφάλαια» μεγάλων αφηγήσεων που με το πέρας ενός αριθμού τευχών αποτελούν μια ενιαία, πολυσέλιδη αφήγηση, ένα «γκράφικ νόβελ». Επί της ουσίας πρόκειται για μια επιλογή που σχετίζεται περισσότερο με τον χώρο του μάρκετινγκ και της προώθησης εμπορικών προϊόντων και λιγότερο με την ίδια τη φύση του μέσου. Μια προσέγγιση που συνάδει απόλυτα προς τη διττή φύση των κόμικς ως 4 καλλιτεχνικών και εμπορικών προϊόντων, με αποτέλεσμα για την αγορά των Η.Π.Α. όροι όπως ‘monthly series’, ‘limited series’, ‘collected edition’, ‘trade paperback’ και ‘graphic novel’, οι οποίοι περιγράφουν τον τρόπο παρουσίασης μιας ιστορίας κόμικς, συχνά να αλληλοεπικαλύπτονται. Και ενώ η προσέγγιση αυτή δεν βρήκε αντίστοιχη ανταπόκριση σε άλλες χώρες με παράδοση στον χώρο των κόμικς και δυνατές «σκηνές» όπως η Γαλλία, η Ισπανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία, στην Ελλάδα η εξελισσόμενη σκηνή των κόμικς βρήκε στον όρο ‘γκράφικ νόβελ’ έναν τρόπο, ώστε να ενισχυθούν τα κόμικς ως μορφή τέχνης στη συνείδηση των δημιουργών, των εκδοτών και των αναγνωστών. […]
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι ερευνητές των κόμικς στην Ελλάδα καλούμαστε να πάρουμε μια θέση. Προσωπικά, αναγνωρίζουμε ως γκράφικ νόβελ μια πολυσέλιδη αφήγηση μυθοπλασίας, υψηλής καλλιτεχνικής αισθητικής, η οποία χρησιμοποιεί την αφηγηματική γλώσσα των κόμικς, απευθύνεται σε ενήλικο κοινό και εκδίδεται αυτούσια και για πρώτη φορά σε μορφή που προσεγγίζει αυτήν ενός μυθιστορήματος. Αντιλαμβανόμενοι τον αγγλικό όρο ‘novel’ ως ‘μυθιστόρημα’, θεωρούμε ότι ο ελάχιστος αριθμός σελίδων θα πρέπει να είναι οι 150, ο ίδιος αριθμός που διαχωρίζει στον χώρο της λογοτεχνίας ένα ‘μυθιστόρημα’ από μία ‘νουβέλα’ (ενδεικτικά, η ένωση The Science Fiction Writers of America, που διοργανώνει τα βραβεία Nebula, ορίζει το μέγεθος μιας νουβέλας σε 17.500-40.000 λέξεις). Τα έργα που εκπίπτουν επομένως από τον συγκεκριμένο αριθμό σελίδων, θεωρούμε ότι περιγράφονται ορθότερα από τον όρο ‘άλμπουμ’, ανεξαρτήτως θέματος, εικαστικής και αφηγηματικής προσέγγισης ή ποιότητας. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιούμε τον όρο ‘άλμπουμ’, για να περιγράψουμε μια αυτόνομη έκδοση με ράχη, με φροντισμένα εκδοτικά χαρακτηριστικά η οποία ενδέχεται να περιλαμβάνει είτε πρωτότυπο υλικό είτε υλικό που εμφανίστηκε αρχικά σε μορφή τευχών ή μέρος ανθολογιών, ώστε να διαχωρίζεται από τις περιοδικές εκδόσεις κόμικς. Παράλληλα, η διασκευή λογοτεχνικών κειμένων σε μορφή κόμικς, ανεξαρτήτως αριθμού σελίδων και ποιοτικών χαρακτηριστικών, εντάσσεται στην κατηγορία της ‘διασκευής’ και αυτή με τη σειρά της στην κατηγορία των ‘άλμπουμ’.
Πάνος Κρητικός & Εύη Σαμπανίκου, «Γκράφικ Νόβελ: Ένα Νέο Αφηγηματικό Είδος; Ζητήματα ορισμών, δημιουργίας και παραγωγής με αφορμή την ελληνική σκηνή». Στο Αφιέρωμα Graphic novel, επιμ. Λουίζα Χριστοδουλίδου, ηλεκτρονικό περιοδικό Κείμενα, τχ. 26 (2017). Διατίθεται εδώ.