Ο ορισμός των κόμικς ως «διαδοχικής τέχνης», εικόνες-σε-σειρά που αφηγούνται μια ιστορία, αποδίδεται στον αμερικάνο δημιουργό Γουίλ Άισνερ (Will Eisner), τον «πατριάρχη των κόμικς», όπως συχνά αποκαλείται (Eisner 1985, αναθεωρημένη έκδ. 2008). Εκτός από τον Άισνερ, δεν είναι λίγοι —εξέχον παράδειγμα ο αμερικάνος επίσης θεωρητικός και δημιουργός Scott McCloud— όσοι προσπάθησαν να νομιμοποιήσουν τα κόμικς στη συνείδηση του κοινού, αναζητώντας τις ρίζες τους (McCloud 1933· ελλ. μτφρ. McCloud 2014). Το αξιοσημείωτο δεν είναι πως τις αναζήτησαν αλλά πού τις εντόπισαν: σε μεσαιωνικά χειρόγραφα ή κώδικες, που αποτυπώνουν με εικόνες-σε-σειρά την επική πορεία σπουδαίων πολεμιστών. Πήγαν ακόμα πιο πίσω· στις απεικονίσεις ιστοριών σε αιγυπτιακά μνημεία. Ακόμα πιο πίσω· στις προϊστορικές τοιχογραφίες στο σπήλαιο του Lascaux. Αυτές αναφέρει ο πρωταγωνιστής της διάσημης αμερικάνικης κωμικής τηλεοπτικής σειράς Big Bang Theory (2007-2019), Σέλντον Κούπερ (Sheldon Cooper), προκειμένου να πείσει την αγαπημένη του πως τα κόμικς είναι τέχνη σημαντική.
Άραγε οι παραπάνω περιπτώσεις εκπροσωπούν τις απαρχές των κόμικς; Σήμερα η κριτική παίρνει αποστάσεις από τις παραπάνω απόψεις. Τοποθετεί τα κόμικς στο πολιτισμικό πλαίσιο όπου αυτά αναδύθηκαν και εδραιώθηκαν. Σημείο καμπής θεωρείται πλέον η λεγόμενη «Γραφιστική επανάσταση» και συγκεκριμένα η εξάπλωση εντύπων που ενσωμάτωσαν στις σελίδες τους εικονογραφημένες ιστορίες, κατά τον 19ο αιώνα, με σατιρικό κυρίως περιεχόμενο (Soloup 2017· Soloup 2012· Sabin 1997).
Στη συζήτηση επανέρχεται ως πιο αξιοπρόσεκτο από τα έντυπα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην καθιέρωση των κόμικς το αγγλικό περιοδικό Punch (1841). Ως «πατέρας» των σύγχρονων κόμικς αναγνωρίζεται ο ελβετός Ροντόλφ Τέπφερ (Roddolf Töpffer), ο οποίος στα 1845, στη μελέτη του Περί φυσιογνωμίας («Essai sur physiognomonie»), θέτει τα θεμέλια της θεωρητικής αντιμετώπισης της νέας τέχνης που κάνει τα πρώτα της τότε βήματα, σημειώνοντας πως το να φτιάξεις «λογοτεχνία με εκτυπωμένες εικόνες» (littérature en estampes) δεν σημαίνει να φτιάξεις «καρικατούρες με μολύβι» ή να «δραματοποιήσεις μια παροιμία» ή «να απεικονίσεις μια λέξη». Αντίθετα, σύμφωνα πάντα με τον Töpffer, ο δημιουργός οφείλει να εφεύρει ένα «είδος παιχνιδιού, όπου τα μέρη, διαρρυθμισμένα με σχέδιο, δημιουργούν ένα ικανοποιητικό σύνολο. Δεν ζωγραφίζετε απλώς ένα αστείο ή βάζετε μια επωδό σε δίστιχα. Κάνετε ένα βιβλίο: καλό ή κακό, νηφάλιο ή ανόητο, τρελό ή λογικό» (Töpffer 1845).
Ο κατάλογος με καλλιτέχνες οι οποίοι, τον 19ο αιώνα, αποτύπωσαν τις ιστορίες τους, χρησιμοποιώντας συνειδητά διαδοχικές εικόνες που σε καλούν να τις διαβάσεις σε σειρά, δεν είναι βραχύς. Το σημαντικότερο είναι πως δημιούργησαν σπουδαία κόμικς, όπως για παράδειγμα τα comic strips «Yellow Kid» (1895) του Richard Felton Outcault, το «Katzenjammer Kids» (1897) του Dirks, το «Little Nemo in Slumberland» (1905) του Winstor McCay, το «Crazy Kat» (1910) του George Herriman. Επιπλέον, στις αρχές του 20ου αιώνα, έκαναν την εμφάνισή τους περιοδικά και άλμπουμ, τα οποία συγκεντρώνουν ιστορίες δημοσιευμένες σε εφημερίδες, όπως Οι περιπέτειες του Τεν τεν του Βέλγου Ερζέ (Hergé) και το περιοδικό The Funnies στην Αμερική. Κάπως έτσι η αγορά των κόμικς άρχισε να αποκτά τη δική της υπόσταση και οι εκδόσεις κόμικ άλμπουμ να πολλαπλασιάζονται — πρώτο χρονολογικά, το περιοδικό Action Comics εκδίδεται στην Αμερική στα 1938 και φιλοξενεί στις σελίδες του τις περιπέτειες του θρυλικού Σούπερμαν. Στο εξής τα κόμικς εξαπλώνονται ραγδαία και αποκτούν φανατικούς αναγνώστες που συλλέγουν με πάθος τα τεύχη που κυκλοφορούν (Mazur & Danner 2014).