Graphic novel: απόπειρες ορισμού

Παρά την εμπορική επιβολή του όρου graphic novel, δεν υπάρχει ακόμα σαφής ορισμός του τί είναι graphic novel (γραφιστικό μυθιστόρημα είναι η επικρατέστερη μέχρι τώρα απόδοση του όρου στα ελληνικά· ενώ σε κάποιες περιπτώσεις οι μελετητές επιλέγουν να τον αφήσουν αμετάφραστο, μιλώντας για γκράφικ νόβελς). Είναι τα graphic novels διαφορετική αφηγηματική κατηγορία από τα κόμικς; Ή είναι τελικά ένας τρόπος να εξαγνίσουμε το μέσο των κόμικς από τις συνδηλώσεις της παραλογοτεχνίας ή του μη επωφελούς αναγνώσματος; Στον αμερικάνο σεναριογράφο κόμικς Νηλ Γκέιμαν (Neil Gaiman) οφείλουμε την πιο ευρηματική ίσως περιγραφή του πώς ο όρος graphic novel επιχείρησε να εξαγνίσει τα κόμικς στην κολυμβήθρα της υψηλής τέχνης. Ιδού πώς απάντησε όταν του επισημάνθηκε πως δημιουργεί μάλλον graphic novels παρά κόμικς: «Ένιωσα σαν αυτήν που πληροφορείτε πως δεν είναι πόρνη αλλά συνοδός για ένα βράδυ». Το βασικό ερώτημα πάντως παραμένει. Βαφτίζοντας κάποια κόμικς graphic novels τα αποκαθαίρουμε από τη ρετσινιά της μαζικής, ποπ κουλτούρας, και τα εντάσσουμε αυτόματα στην κατηγορία της υψηλής τέχνης;

Τα παραπάνω ερωτήματα έχουν ήδη απασχολήσει την επιστημονική έρευνα και τους κομίστες, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως θα δούμε, αφού πρώτα περιγράψουμε την έλλειψη σαφούς ορισμού. Για παράδειγμα, γραφιστικό μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται στις μέρες μας τόσο ένα κόμικ βιβλίο που αφηγείται μια ιστορία (και έχει την έκταση ενός μυθιστορήματος), όσο και ένα άλμπουμ ή μια συλλογή διαφορετικών διηγήσεων. Graphic novel χαρακτηρίζεται το Παραρλάμα και άλλες ιστορίες του Δημοσθένη Βουτυρά (Πέτρου & Βανέλλης 2011), όπου οι δημιουργοί μεταγράφουν σε κόμικς διηγήματα του πειραιώτη συγγραφέα. Graphic novel χαρακτηρίζεται και η μεταφορά σε κόμικς της Πάπισσας Ιωάννας του Εμμανουήλ Ροΐδη από τον σκιτσογράφο Δημήτρη Χαντζόπουλο (2018). Το ίδιο έργο, διασκευασμένο σε κόμικς νωρίτερα από τον Λευτέρη Παπαθανάση (2015), φέρει στο εξώφυλλο τον προσδιορισμό «Μεσσαιωνικόν εικονογραφημένον», ο οποίος προφανώς απηχεί, με παιγνιώδη τρόπο, τον ειδολογικό προσδιορισμό «μεσαιωνική μελέτη» που είχε επιλέξει ο Ροΐδης στα 1866.

Ο Δημήτρης Χαντζόπουλος ακολουθεί πιστά το λογοτεχνικό κείμενο. Διατηρείται η καθαρεύουσα. Αντίθετα, ο Λευτέρης Παπαθανάσης επιλέγει να συνδυάσει την καθαρεύουσα του Ροΐδη με τη νέα ελληνική, ενσωματώνοντας και σύγχρονες καθημερινές εκφράσεις. Και τα δύο κόμικς συνομιλούν οπτικά με τη σύγχρονη πραγματικότητα (πίνακες, φωτογραφίες, συνθήματα, εικόνες από άλλα δημοφιλή κόμικς). Ο Παπαθανάσης ειδικά δημιουργεί και ενσωματώνει στην κόμικ αφήγησή του σκηνές, παρεμβάλλει επεισόδια και διαλόγους που δεν υπάρχουν στο πρωτότυπο (σχόλια του δημιουργού για το έργο του Ροΐδη, στο τέλος δύο νέοι συζητούν για το μυθιστόρημα του συριανού συγγραφέα). Στην περίπτωση του «μεσσαιωνικού εικονογραφημένου» του Παπαθανάση το βιβλίο χαρακτηρίζεται comic album.

Τελικά με βάση ποια κριτήρια μια κόμικ έκδοση χαρακτηρίζεται στις μέρες μας graphic novel; Ο Πάνος Κρητικός και Εύη Σαμπανίκου θέτουν το ερώτημα στη μελέτη «Γκράφικ Νόβελ: Ένα νέο αφηγηματικό είδος;» (Graphic novel 2017). Αρχικά περιγράφουν την εμφάνιση του όρου και κατόπιν παρακολουθούν την ιστορική διαδρομή του, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ώς τις μέρες μας. Σημείο καμπής για την επικράτηση του όρου αποτελεί η επιλογή του Γουίλ Άισνερ (Will Eisner) να ονομάσει graphic novel το έργο του A Contract with God and Other Tenement Stories (1978), προκειμένου να δηλώσει την πρόθεσή του να δημιουργήσει ένα κόμικς, πέρα από τα συνηθισμένα, με υψηλές καλλιτεχνικές αξιώσεις. Στις δεκαετίες του 1960 και μετέπειτα ο όρος κερδίζει έδαφος και επικρατεί στην αμερικάνικη εκδοτική σκηνή. Ειδικά για την ελληνική σκηνή ο όρος εμφανίζεται μετά το 2000. Νωρίτερα μια πολυσέλιδη έκδοση κόμικς ήταν το «άλμπουμ» (δάνειο από τη γαλλοβελγική εκδοτική σκηνή). Επιπλέον, οι Σαμπανίκου και Κρητικός υπογραμμίζουν ορθώς τον ρόλο που διαδραμάτισε η βιομηχανία παραγωγής κόμικς, στις Η.Π.Α. κυρίως, τόσο στην υιοθέτηση, όσο και στη διάδοση του προσδιορισμού graphic novel, φωτίζοντας τις ποικίλες ερμηνείες του όρου.

Το ενδιαφέρον, ωστόσο, κερδίζει πώς οι δύο μελετητές προσδιορίζουν το τί είναι εντέλει graphic novel. Πρώτον, με αφορμή το δεύτερο συνθετικό του όρου, στέκονται στην κατηγορία μυθιστόρημα. Ένα κόμικς βιβλίο για να είναι graphic novel πρέπει να διαθέτει την παραδοσιακά μακροσκελή ή πολυπρόσωπη φόρμα του μυθιστορήματος, να είναι 150 σελίδες το λιγότερο, όπως συμβαίνει στο λογοτεχνικό μυθιστόρημα, πάνω από 40.000 λέξεις, αφού αλλιώς εντάσσεται στο είδος της νουβέλας. Δεύτερον, διαπιστώνουν ότι ως graphic novels πρέπει να χαρακτηρίζονται μόνο οι πρωτότυπες αυτόνομες δουλειές και όχι οι διασκευές λογοτεχνικών έργων.

Με βάση τα παραπάνω κριτήρια, το Παραρλάμα και άλλες ιστορίες θα έπρεπε να ονομάζεται άλμπουμ και όχι graphic novel (το βιβλίο αποτελείται από 72 σελίδες και κυκλοφορεί σε σχήμα 30×23· κάποιες κόμικ ιστορίες νωρίτερα είχαν δημοσιευτεί αυτοτελώς σε άλλα έντυπα). Η μεταγραφή της Πάπισσας Ιωάννας από τον Δ. Χαντζόπουλο είναι πιστή απόδοση του κειμένου και όχι διασκευή. Ανταποκρίνεται στα τεχνικά χαρακτηριστικά του μεγέθους — αποτελείται από 208 σελίδες και κυκλοφορεί σε σχήμα 26×18. Άρα είναι τυπικά graphic novel. Η κόμικ διασκευή του Παπαθανάση βαφτίστηκε από τον εκδότη και τον δημιουργό ως άλμπουμ και άλμπουμ είναι (80 σελίδες, σχήματος 21×29). Ωστόσο δεν απουσιάζουν και οι περιπτώσεις που ορισμένοι τη χαρακτηρίζουν graphic novel.

Τελικά, παρά την προσπάθεια να μπουν σαφή όρια, διαφαίνεται πόσο προβληματική είναι η οριστική απάντηση με βάση εξωτερικά μορφικά χαρακτηριστικά (σχήμα, αριθμός σελίδων). Εξάλλου και αυτό που παραδοσιακά αποκαλούμε μυθιστόρημα, σε πολλές περιπτώσεις, δεν είναι τίποτα άλλο παρά συρραφή των συνεχειών της ιστορίας που οι συγγραφείς εξέδιδαν για καιρό σε εφημερίδες. Τα μυθιστορήματα του Καρόλου Ντίκενς (Charles Dickens) στην Αγγλία, του Αλέξανδρου Δουμά (Alexandre Dumas) στη Γαλλία, του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι (Fyodor Mikhailovich Dostoevsky) στη Ρωσία γράφτηκαν και πρωτοκυκλοφόρησαν σε συνέχειες και συχνά συζητιούνται στο πλαίσιο της λογοτεχνίας σε συνέχειες (serial literature). Επίσης, όχι σπάνια οι δημιουργοί επαναπροσδιορίζουν, με τα έργα τους, το πλαίσιο των πεζογραφικών ειδών (διήγημα, νουβέλα, μυθιστόρημα). Η Πρώτη αγάπη (1919) του Ιωάννη Κονδυλάκη κυκλοφορεί με τον υπότιτλο διήγημα. Εμείς σήμερα θα την χαρακτηρίζαμε νουβέλα. Στις μέρες μας, επίσης, πόσα κείμενα αποκαλούνται μυθιστορήματα, έστω και αν δεν πρόκειται για εκτενείς ή πολυπρόσωπες αφηγήσεις; Εκδοτική προφανώς επιλογή που αποσκοπεί στην προσέλκυση του κοινού, αφού ζούμε ανυπερθέτως την εποχή του μυθιστορήματος με όποια μορφή μπορεί να λάβει αυτό.

Τα μόνο σίγουρο, εν πολλοίς, είναι πως το μυθιστόρημα, όπως και κάθε λογοτεχνικό είδος, όπως και κάθε φόρμα κόμικ αφήγησης, παίρνει διαρκώς νέες κατευθύνσεις, ανανεώνεται και μεταμορφώνεται και κυρίως αποδεικνύει πως κάθε απόπειρα απόλυτης ή οριστικής κατηγοριοποίησης των graphic novels είναι μάλλον απατηλή.

Κριτικά κείμενα