Αποτελεί κοινό τόπο η άποψη πως τρία έργα άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο κοινό και κριτική αντιμετωπίζουν τα κόμικς στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Το 1986 κυκλοφορεί το Batman. Ο σκοτεινός ιππότης επιστρέφει του Φρανκ Μίλλερ (Batman. The Dark Knight Returns, Frank Miller), στο οποίο ο αμερικάνος κομίστας ανατρέπει τη φωτεινή εικόνα του καλοπροαίρετου σούπερ ήρωα, δημιουργώντας έναν σκοτεινό και σκληροτράχηλο Μπάτμαν (ελλ. μτφρ. Miller 2008). Την ίδια χρονιά, από τις ίδιες εκδόσεις (DC Comics), κυκλοφορεί σε 12 τεύχη το Watchmen (1986-7) των Άλαν Μουρ και Ντέιβ Γκίμπονς (Alan Moore & Dave Gibbons, συλλογική έκδοση 1987· ελλ. μτφρ. Moore & Gibbons 2018). Ο αναγνώστης κινείται και εδώ στον χώρο των υπερηρωικών κόμικς. Ωστόσο, η ομάδα των μασκοφόρων τιμωρών του εγκλήματος, που πρωταγωνιστεί, δεν ανταποκρίνεται στο στερεότυπο του σούπερ ήρωα που μάχεται ανιδιοτελώς για το καλό της ανθρωπότητας. Τρίτο στη σειρά, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, το εμβληματικό Maus του Art Spiegelman (1987· 2003). Στις συνέχειες του κόμικς, οι οποίες πρωτοπαρουσιάζονται στο περιοδικό Raw, παρακολουθούμε τις συνεντεύξεις του δημιουργού με τον πατέρα του, o οποίος αφηγείται τις εμπειρίες του κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου από τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Έργο σταθμός αναμφίβολα, όχι μόνο για το θέμα του, αφού δεν ανήκει στην υπερηρωική ή παιγνιώδη, κωμική αφήγηση κόμικς, στην οποία εξάλλου το μέσο χρωστά το όνομά του στον αγγλοσαξωνικό χώρο — στην Ανατολή ως γνωστόν ξεχωρίζουν τα ιαπωνικά manga (Petersen 2010· Τσελέντη 2007).
Πρωτίστως, στην περίπτωση του Maus, είναι αξιοπρόσεκτη η διαχείριση του θέματος. Συγκεκριμένα, η μείξη διαφορετικών ειδών (ανάμνηση, ιστορία, αυτοβιογραφία, μυθοπλασία) εντυπωσίασε και γοήτευσε κοινό, μελετητές και κριτικούς, με αποτέλεσμα το Maus να είναι το πρώτο κόμικς που κερδίζει το Βραβείο Πούλιτζερ στα 1992 (στην κατηγορία της λογοτεχνίας).
Τα τρία παραπάνω έργα χαρακτηρίζονται graphic novels και σηματοδοτούν την προσπάθεια της νεότερης αυτής φόρμας των κόμικς να ανατρέψει την πεποίθηση πως τα κόμικς δεν είναι τέχνη ή δεν αξίζουν να συμπεριληφθούν στην κατηγορία της «υψηλής» κουλτούρας (Weiner 2003). Στις μέρες μας τα κόμικς αναγνωρίζονται επισήμως πια ως τέχνη, η Ένατη, και ο διάλογος που αναπτύσσεται σε ακαδημαϊκό επίπεδο και στο διαδίκτυο, σε σχετικά blogs ή εξειδικευμένες ιστοσελίδες, δεν αφορά πλέον μόνο το δίλημμα τέχνη ή παραλογοτεχνία. Στέκεται μάλλον στις δυνατότητες του μέσου και την ξεχωριστή υβριδική του φύση, που παντρεύει μοναδικά Λόγο και Εικόνα, την ανάγκη να εξετάσουμε το μέσο των κόμικς με βάση τους πολλαπλούς γραμματισμούς (multiple literacies) που ενσωματώνει ή πώς αυτό μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην εκπαιδευτική διαδικασία (Μουλλά & Κοσεγιάν 2010· Μίσιου 2010· Diamantopoulou 2018). Επιπλέον, δεν περνά απαρατήρητη η άνθιση των διασκευών ή μεταγραφών κλασικών και όχι μόνο λογοτεχνικών έργων σε κόμικς βιβλία (Δασκαλά 2013· Δασκαλά 2016· Δασκαλά 2018· Diamantopoulou 2017· Diamantopoulou 2018· Diamantopoulou & Stoikou 2015· Καπλάνης 2017· Σεβεντεκίδου 2018). Κυρίως, δεν περνά απαρατήρητη η συζήτηση αν τελικά είναι άλλο πράγμα τα κόμικς και άλλο τα graphic novels (Κουκουλάς 2019).