Ας εξετάσουμε τις κόμικς αποδόσεις της Πάπισσας Ιωάννας του Εμμανουήλ Ροΐδη. Είναι το μόνο νεοελληνικό λογοτεχνικό κείμενο που έχει μεταφερθεί σε κόμικς από δύο σύγχρονους δημιουργούς (Υπάρχει και ο Ερωτόκριτος, αλλά η πρώτη μεταφορά σε κόμικς απαντά στην παλαιότερη σειρά Κλασσικά εικονογραφημένα, ενώ η νεότερη ανήκει στους Γούση, Παπαμάρκο & Ράγκο 2016). Έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς, με αφορμή τα δύο έργα, πώς η μεταφορά ή διασκευή ενός λογοτεχνικού έργου σε κόμικς αποτελεί αυτόνομη καλλιτεχνική δημιουργία, η οποία φανερώνει, συσχετίζει και κυρίως επανερμηνεύει νοήματα, συμβολισμούς, μορφικούς πειραματισμούς λογοτεχνικών κειμένων ή προτείνει νέες ερμηνείες και φωτίζει εκ νέου παλαιότερα έργα (Hutcheon 2006).
Ας ξεκινήσουμε από την Πάπισσα Ιωάννα του Δημήτρη Χαντζόπουλου. Τυπικά το βιβλίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί graphic novel. Ωστόσο, η εκ του σύνεγγυς ανάγνωση επιφυλάσσει μια έκπληξη στον αναγνώστη. Πρόκειται μάλλον για εικονογράφηση (εμπνευσμένη σε αρκετά σημεία, υψηλής αισθητικής, ναι πράγματι, αλλά εικονογράφηση) του κειμένου του Ροΐδη παρά για αφήγηση με τους όρους και τις δυνατότητες της γλώσσας των κόμικ.
Η προσήλωση του Χαντζόπουλου στο αρχικό κείμενο, η βαθιά αγάπη στον λόγο και την «κλασική» Πάπισσα του συριανού συγγραφέα, θέτουν ένα όριο στην απόπειρα να περάσει ο δημιουργός από τη γελοιογραφία στο κόμικς, όριο που ο ίδιος αναγνωρίζει. Παραλληλίζει χαρακτηριστικά τον εαυτό του ως βυζαντινό αντιγραφέα. Επίσης, δεν ακουμπά το αρχικό κείμενο. Μένει απόλυτα πιστός στο λογοτεχνικό πρωτότυπο. Αποτέλεσμα: η Πάπισσα Ιωάννα του Χαντζόπουλου είναι μάλλον κολάζ γελοιογραφιών που κυρίως αποδίδουν το αρχικό κείμενο και διευκολύνουν τον σημερινό αναγνώστη που πιθανότατα αγνοεί πως οι τέττιγες σημαίνουν τζιτζίκια.
Ξεχωρίζουν, πάντως, οι στιγμές που ο δημιουργός ανοίγει το λογοτεχνικό κείμενο στο παρόν, το συντονίζει με τις προσλαμβάνουσες των σύγχρονων αναγνωστών. Το επίρρημα «σήμερον» απαντά συχνά στο έργο του Ροϊδη, ο οποίος διαρκώς καλεί τον αναγνώστη όχι μόνο να αναμετρηθεί με όσα συμβαίνουν στην ηρωίδα, αλλά και με την υποκρισία της εκκλησίας και της εξουσίας της εποχής του (δεύτερο μισό του 19ου αιώνα). Η αφυπνιστική μέθοδος του Ροΐδη, στο πρότυπο του άγγλου σατιρικού συγγραφέα Τζόναθαν Σουίφτ (Jonathan Swift), όπως ο ίδιος ο συριανός δημιουργός εξηγεί στα «Προλεγόμενα», επιτυγχάνεται με ποικίλους τρόπους:
Επροσπάθησα να εξορκίσω τα χασμίματα καταφεύγων ανά πάσα σελίδα εις απροσδοκήτους παρεκβάσεις, ιδιοτρόπους παρομοιώσεις ή αλλοκότους λέξεων συγκρούσεις· περιβάλλων εκάστην ιδέαν δι’ εικόνος, ούτως ειπείν, ψηλαφητής, και αυτά ακόμη τα σοβαρώτερα της θεολογίας ζητήματα στολίζων διά κροσσίων, θυσσάνων και κωδωνίσκων ως ποδιάν Ισπανής χορευτρίας.
Το ενδιαφέρον κερδίζει, αφού εδώ εξετάζουμε τις κόμικς πάπισσες, η αναφορά στην εικόνα. Το θέμα, οι σκέψεις, κάθε ιδέα του έργου, σύμφωνα πάντα με τον Ροΐδη, αποδίδεται διά «ψηλαφητής εικόνας», εικόνα που ο αναγνώστης νοερά την ανασυστήνει με ανάγλυφο τρόπο και διαύγεια, μπορεί να την φανταστεί σαν να την βλέπει μπροστά του ακόμα και αν δεν μπορεί να την ακουμπήσει. Η θέση του Ροΐδη απηχεί το περίφημο αισθητικό αξίωμα «ut pictura poesis», η ποίηση, η τέχνη του λόγου θα λέγαμε γενικότερα, ομοιάζει της ζωγραφικής, και επιπλέον αποτελεί ένα καλό παράδειγμα της γνωστής διάκρισης show-tell. Κριτήριο λογοτεχνικότητας η τελευταία διάκριση, συχνά αποτυπώνει την ικανότητα του συγγραφέα να δείχνει τις ιδέες παρά να τις λέει, να τις διατυπώνει, να τις περιγράφει.
Το έργο του Χαντζόπουλου, συνομιλώντας με διάσημους πίνακες, πετυχαίνει να δείξει αυτό που θέλει να πει, χωρίς να το παρουσιάζει μόνο λεκτικά (Κουκουλάς 2019)· και τότε ο δημιουργός δίνει μερικές από τις καλύτερες σελίδες της δικής του πάπισσας. Επιπλέον, ο τρόπος που αντιμετωπίζει το αξίωμα της ψηλαφητής εικόνας του Ροΐδη, ενσωματώνοντας με αρνητικό και αποδομητικό τρόπο τις μορφές αριστερών ηγετών και διανοούμενων, όπως ο Λένιν ή ο Μαρξ, αποκαλύπτει τον ιδεολογικό προσανατολισμό του έργου.
Από την άλλη, ο Λευτέρης Παπαθανάσης γοητεύεται μάλλον από το σατιρικό πνεύμα του Ροΐδη και την πηγαία χαρά που δοκίμασε ο ίδιος ως αναγνώστης. Αυτό φαίνεται στον υπότιτλο που επιλέγει για να χαρακτηρίσει το έργο του, «Μεσσαιωνικόν εικονογραφημένον», στον τρόπο που παρουσιάζει τον εαυτό του, τον ίδιο τον Ροΐδη και σχολιάζει το μυθιστόρημα στην αρχή και στο τέλος της διασκευής που στήνει. Η διασκευή του Παπαθανάση κρατά ό,τι θεωρεί ο δημιουργός της χρήσιμο από το αρχικό κείμενο, και εξυπηρετεί τη δική του καλλιτεχνική πρόθεση, που δεν είναι άλλη από το να στήσει μια σατιρική κόμικς αφήγηση χωρίς προφανές διδακτικό περιεχόμενο ή πολιτικό μήνυμα.
Με δυο λόγια, ο Χαντζόπουλος μάς χαρίζει μια «λόγια» εικονογράφηση της ροΐδειας Πάπισσας Ιωάννας με σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό: κριτική της αριστερής εξουσίας (το έργο εκδίδεται την περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα). Ενώ ο Παπαθανάσης μάλλον διασκεδάζει. Το συναίσθημα της πηγαίας αναγνωστικής χαράς που δοκίμασε διαβάζοντας το λογοτεχνικό κείμενο, αυτό κυρίως αποσκοπεί να μεταδώσει και στον αναγνώστη με το κόμικς που δημιουργεί (Δασκαλά 2019).
Τελικά υπάρχει απάντηση στο ερώτημα ποια πάπισσα είναι η πιο graphic novel πάπισσα; Με βάση όσα είδαμε, παρακολουθώντας την εξέλιξη της τέχνης των κόμικς και τον μακροχρόνιο δεσμό που αυτά ανέπτυξαν με τη λογοτεχνία, πιο σημαντικό, από το να κατατάσσουμε αξιολογικά τα έργα σε κόμικς ή graphic novels, είναι πιθανότατα το να έχει κανείς κατά νου τη διάκριση του Ρολάν Μπαρτ περί απολαυστικού και ηδονικού κειμένου (Barthes 2005). Αρκετές από τις σύγχρονες διασκευές ή μεταφορές λογοτεχνικών έργων σε κόμικς, με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο, αποτελούν συνολικά ή προσφέρουν στιγμές ξεχωριστής αναγνωστικής ηδονής. Το παιχνίδι της δημιουργίας και της ανάγνωσης αποδεικνύεται εν πολλοίς αέναο και αιώνιο, άκρως ενδιαφέρον και αποκαλυπτικό, γιατί ακριβώς έχει τη δύναμη να ξεπερνά ειδολογικούς χαρακτηρισμούς και ταμπέλες. Με δυο λόγια ένα παραμένει σίγουρο, για να το πούμε παραφράζοντας το γνωστό τραγούδι You Can't Judge A Book By The Cover του Bo Diddley, ότι όχι μόνο δεν μπορούμε να κρίνουμε ένα βιβλίο από το εξώφυλλο, αλλά ούτε ένα κόμικς από το είδος του, ακόμα και αν το αποκαλούμε graphic novel.