Το 1980 ο Μανόλης Αναγνωστάκης υπογράφει την Παιδική Μούσα, μια συλλογή με έμμετρα, ομοιοκατάληκτα σατιρικά ποιήματα, ως Μανούσος Φάσσης. Το 1987, δεκαέξι ολόκληρα χρόνια από τότε που αποφάσισε να εγκαταλείψει την ποίηση, ο Μανόλης Αναγνωστάκης επανέρχεται ως δοκιμιογράφος προκειμένου να μας συστήσει τον φανταστικό Μανούσο Φάσση στο βιβλίο Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του.
[…]
Μανόλης και Μανούσος είναι, βέβαια, όπως γρήγορα έγινε φανερό, το ίδιο πρόσωπο και τα ποιήματα του Μανούσου προέρχονται ως επί το πλείστον από τα εφηβικά ή νεανικά χρόνια του ίδιου του Αναγνωστάκη. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια περίπτωση «πλαστής ετεροπροσωπίας», όπως την ονόμασε η Άντεια Φραντζή, ή, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε, με μια ειδική περίπτωση ετερωνυμίας, με την έννοια ότι ο Μανούσος αποτελεί μια φαντασιακή προβολή, ένα προσωπείο με «σάρκα και οστά», με τη δική του βιογραφία, το οποίο καλύπτει ή αναδεικνύει μια πτυχή της ποιητικής δημιουργίας και της προσωπικότητας του Αναγνωστάκη που αποκλίνει, φαινομενικά τουλάχιστον, από την καθιερωμένη εικόνα του, όπως αυτή έχει εμπεδωθεί από την κριτική: πρόκειται για ποιήματα έμμετρα, άλλα νεορομαντικής κοπής και άλλα σατιρικής διάθεσης και φανταιζί αισθητικής, που ενσωματώνουν είτε ένα είδος παρωχημένου λυρισμού (η πρώτη κατηγορία), είτε ένα ανατρεπτικό, αιρετικό, συχνά «χοντροκομμένο» χιούμορ, που δεν μοιάζει να συνάδει με τη στοχαστική σοβαρότητα της «κανονικής» ποίησης του Αναγνωστάκη. [...]
Παρόλο όμως που η έκδοση του Μανούσου Φάσση, μαζί με την πληροφορία ότι τα ποιήματα που περιέχει είναι του ίδιου του Αναγνωστάκη, προκάλεσε σοκ σε πολλούς αναγνώστες [...], ο Μανούσος δεν απέχει τόσο από τον Μανόλη, από άποψη ηθική και ιδεολογική, ίσως και ποιητική, από ό,τι εκ πρώτης όψεως φαίνεται· αποτελούν μάλλον τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι, όπως μαρτυρούν άνθρωποι που τον γνώριζαν προσωπικά, ο Αναγνωστάκης αγαπούσε τις πλάκες και είχε πολύ χιούμορ.
Ο Μανούσος Φάσσης προκάλεσε αρχικά μάλλον αμηχανία στην κριτική, με αποτέλεσμα να απωθηθεί σχεδόν, θα λέγαμε, από το κριτικό υποσυνείδητο, και να μην αποτιμηθεί όπως του αξίζει, δηλαδή ως μια ιδιαίτερα περίπλοκη και εξόχως ανατρεπτική παρέμβαση εντός του λογοτεχνικού πεδίου. Στο πλαίσιο αυτής της παρέμβασης καταρρίπτονται ειδολογικές συμβάσεις, παραβιάζονται τα όρια μεταξύ τόσο της βιογραφίας, της αυτοβιογραφίας, της μαρτυρίας, της μυθοπλασίας, του κριτικού δοκιμίου, του φιλολογικού πονήματος, όσο και μεταξύ του λογοτέχνη και του κριτικού με τρόπο παιγνιώδη και —φαινομενικά τουλάχιστον— αυτοϋπονομευτικό και με τα όπλα της σάτιρας, της παρωδίας και ενός διαβρωτικού, καρναβαλικής υφής χιούμορ, που στρέφεται εναντίον κάθε είδους σοβαροφάνειας, υπονομεύοντας τις αντιλήψεις περί της υψηλής αποστολής της ποίησης ή της κριτικής ως θεσμού. […]
Σοφία Βούλγαρη, «Ο ποιητής Μανούσος Αναγνωστάκης», εφ. Η Αυγή, 24 Ιαν. 2016. Διατίθεται εδώ .