Ετερωνυμία

Μια εντελώς ιδιαίτερη όσο και πολύπλοκη μορφή της ψευδωνυμίας αποτελεί η «ετερωνυμία», τακτική/τεχνική γραφής που ορίζει το 1928 ο Fernando Pessoa ως εξής:

Το ψευδώνυμο έργο είναι το έργο του συγγραφέα «αυτοπροσώπως» μείον η υπογραφή του ονόματος του· το ετερώνυμο έργο είναι αυτό του συγγραφέα «εκτός προσώπου του»· είναι το έργο μιας προσωπικότητας εντελώς κατασκευασμένης απ’ τον ίδιο, όπως θα ήσαν οι ανταπαντήσεις ενός προσώπου σε κάποιο θεατρικό έργο, γραμμένο με το χέρι του.

Pessoa 2007, 23

Μεταξύ λογοτεχνικού φαινομένου και οντολογικού προβληματισμού, η ετερωνυμία υποσκάπτει τη βεβαιότητα ότι είμαστε μόνο ένα πρόσωπο. Οι ετερώνυμοι συγγραφείς του Pessoa δεν περιορίζονται στη λογοτεχνική δράση, αλλά δίνουν συνεντεύξεις, αρθρογραφούν, ασκούν κριτική ο ένας για το έργο του άλλου, χωρίς το ευρύ κοινό να υποψιάζεται ότι πρόκειται για έναν και μόνο ποιητή. Μόνο όταν ο Pessoa σχεδιάζει την έκδοση του έργου του, ομολογεί ότι σκοπεύει να συμπεριλάβει τα ποιήματα όλων, αποδεχόμενος έμμεσα την πατρότητά τους. Ο πορτογάλος συγγραφέας επανέρχεται στο θέμα μερικά χρόνια αργότερα για να συμπληρώσει:

Πώς γράφω εξ ονόματος αυτών των τριών; Στην περίπτωση του Καέϊρο πρόκειται για απλή και καθαρή έμπνευση, χωρίς να ξέρω ούτε κάν να φαντάζομαι τί θα έγραφα: Όσο για τον Ρικάρντο Ρέϊς, προέκυψε ύστερα από έναν αφηρημένο στοχασμό που ξαφνικά πήρε τη μορφή ωδής. Με το όνομα του Κάμπος γράφω όταν νιώθω μια ξαφνική διάθεση να γράψω και δεν ξέρω περί τίνος πρόκειται. (Ο κατά ήμισυ ετερώνυμός μου Μπερνάρντο Σοάρες, ο οποίος άλλωστε μοιάζει σε αρκετά σημεία με τον Άλβαρο ντε Κάμπος, εμφανίζεται πάντα όταν είμαι κουρασμένος ή νυστάζω, με αποτέλεσμα να μη λειτουργεί πλήρως η σκέψη μου και ο έλεγχος. Η πρόζα του είναι μια διαρκής περιπλάνηση. Πρόκειται για έναν κατά το ήμισυ ετερώνυμο γιατί η προσωπικότητά του δεν είναι η δικιά μου ούτε διαφορετική από τη δικιά μου, αλλά μέρος της δικιάς μου. Είμαι εγώ, αν εξαιρέσουμε τον τρόπο σκέψης και το συναίσθημα. Η πρόζα του, εκτός από αυτό που ο τρόπος σκέψης δίνει ως tenue στη δικιά μου, είναι ίδια, και η χρήση της πορτογαλικής γλώσσας ακριβώς η ίδια. Αντιθέτως, ο Καέϊρο γράφει σε κακά πορτογαλικά, ο Κάμπος μέτρια αλλά και με λάθη, όπως για παράδειγμα «eu proprio» αντί για «eu mesmo» κ.λ.π. και ο Ρέϊς καλύτερα από μένα αλλά με έναν καθαρευουσιανισμό που θεωρώ υπερβολικό. Το δύσκολο για μένα είναι να γράψω την πρόζα του Ρέϊς —ακόμα κι ανέκδοτη— ή του Κάμπος. Η προσποίηση είναι πιο εύκολη, καθότι είναι πιο αυθόρμητη, στο στίχο).

Παπαδήμα 1998, 11

Στοιχεία ετερωνυμικής δημιουργίας στη νεοελληνική λογοτεχνία μπορεί να ανιχνεύσει κανείς στην περίπτωση του Γιώργου Σεφέρη. Ο Σεφέρης είναι ήδη ένας ψευδώνυμος συγγραφέας, που διαχωρίζει έτσι τις ποιητικές και φιλολογικές του δραστηριότητες από αυτές του διπλωμάτη Γιώργου Σεφεριάδη. Το 1926 —στο ξεκίνημα της ενασχόλησης με το αφήγημα που πολύ αργότερα θα αποδώσει τις Έξι νύχτες στην Ακρόπολη— ο Γιώργος Σεφέρης χρησιμοποιεί το προσωπείο του Στράτη. Πρόκειται ήδη για την πειραματική ανάπτυξη ενός alter ego:

Υπόθεση μυθιστορήματος: Να φανταστείς μια ύπαρξη που δεν θα ήταν εσύ αλλά από εσένα· να παρακολουθήσεις τα φερσίματά της για ένα μήνα· να τα περιγράψεις.

Σεφέρης 1984, 82

Ο Στράτης αυτός κάνει ακολούθως την εμφάνισή του και στο ποιητικό έργο του Σεφέρη· αποκτά μάλιστα και το επώνυμο Θαλασσινός. Η σύλληψη αυτή ολοκληρώνεται γύρω στο 1932: πλέον ο Στράτης Θαλασσινός ασφαλώς δεν είναι απλώς ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας, αλλά μια δεύτερη φωνή του ποιητή, ένας τρόπος θεώρησης και αφήγησης των πραγμάτων γύρω του.

Το 1928 κάνει την εμφάνισή του και ο περίφημος Μαθιός Πασκάλης, ο οποίος προκαλεί στην κριτική άλλοτε μια ταλάντευση ανάμεσα σε ποικίλους χαρακτηρισμούς για το είδος του νέου προσωπείου του Σεφέρη που μπορεί να αποτελεί, και άλλοτε την πεποίθηση ότι πρόκειται για ψευδώνυμο. Μπορούμε κάλλιστα να μελετήσουμε αυτόν τον Πασκάλη ως έναν ετερώνυμο συγγραφέα του Σεφέρη: με την πρώτη του εμφάνιση να καταγράφεται στις Μέρες ο Μ.Π. μεταπηδά στην ποίηση, «Γράμμα του Μαθιού Πασκάλη» . «Υπογράφει» το 1932 το πρώτο του ποίημα, χαρισμένο στον Φαβρίκιο, δηλαδή τον Γιώργο Θεοτοκά. Σε κάποια μεταγενέστερα σατιρικά στιχουργήματα κυρίως ο ρόλος του Μαθιού μετασχηματίζεται: πότε λογοτεχνικός ήρωας, πότε ποιητής. Σταδιακά, ωστόσο, αποσύρεται και καλύπτεται από την παρουσία του Στράτη Θαλασσινού, που γίνεται ολοένα και περισσότερο καταλυτική: αυτός δεν «υπογράφει» απλώς τρεις ενότητες ποιημάτων στο Τετράδιο γυμνασμάτων , αλλά διατηρεί και μια έντονη παρουσία στις Μέρες, όπου τον παρακολουθούμε να γίνεται φορέας σκέψεων και συναισθημάτων, να διαμορφώνει την προσωπική του ποιητική, ακόμα και να αρρωσταίνει. Ξεπηδά πάλι από τις σελίδες του Ημερολογίου καταστρώματος Β΄ ως ήρωας, ενώ η επανεμφάνιση του Πασκάλη, αν και δεν είναι ηχηρή, είναι όμως εντυπωσιακή: ο ίδιος ο Σεφέρης δημοσιεύει το 1944 μια σύντομη μελέτη για την ποίησή του με τίτλο «Mathaios Pascal: His Ideas About Poetry». Αυτός, άλλωστε, ο Μαθιός Πασκάλης, αποδεικνύεται κατά πολύ μακροβιότερος των άλλων δύο (του Στράτη Θαλασσινού, αλλά και του Γιώργου Σεφέρη), αφού με αυτό το όνομα επιλέγει ο Γ.Π. Σαββίδης να εκδώσει μετά τον θάνατο του Σεφέρη, το 1989, τα Εντεψίζικα διαλέγοντας και για τον εαυτό του το ψευδώνυμο Γ.Π. Ευτυχίδης (περισσότερα για τον Στράτη Θαλασσινό και τον Μαθιό Πασκάλη βλ. Μέντη 1999).

Λογοτεχνικά κείμενα
Κριτικά κείμενα