Το 1929 ο Γ. Θεοτοκάς, στο Ελεύθερο Πνεύμα, κείμενο που θεωρήθηκε το μανιφέστο της γενιάς του ’30, χρησιμοποιεί τον όρο «γενιά» αυτοπροσδιοριστικά, με τρόπο εμβληματικό και ομόλογο προς την έννοια της νεότητας, προκειμένου να υπογραμμίσει την παρουσία της ομάδας των νεότερων λογοτεχνών, στην οποία κατατάσσει και τον εαυτό του, αντιστικτικά προς αυτή των προηγούμενων.
Το αισθανόμαστε [...] όλοι πως η ψυχή είναι ξεπεσμένη σήμερα στην Ελλάδα, πως οι εξωτερικές μεταρρυθμίσεις των πολιτικών μας, και τα επιφανειακά σχέδια ανασυγκρότησης που μας φέρνουν κάθε τόσο εμβριθείς διδάχτορες από τα Πανεπιστήμια της Δύσης, δεν κατορθώνουν να θεραπεύσουν τίποτα γιατί το κακό είναι στα βάθη. Δε μας λείπουν σήμερα μονάχα οι ατομικές αξίες. Ύστερα από τη συρροή τόσων κλονισμών και καταστροφών η εξάντληση των αξιών είναι φυσική και δεν πρέπει να παραξενεύει ούτε να απογοητεύει κανέναν. Μας λείπουν όμως ολότελα κ’ οι αρετές της ψυχής που θα βοηθήσουν τη γέννηση νέων αξιών και θα τις θρέψουν — τα υψηλά και ευγενικά συναισθήματα, η θέληση να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας, η ανάγκη της Ιδέας. Μας λείπει τρομερά η αυτοπεποίθηση. Η ήττα τσάκισε κάθε λεβεντιά και αποστέγνωσε τις καρδιές.
Κρούει η ώρα μιας νέας ελληνικής γενεάς, πιο ώριμης από τις προηγούμενες και μπορούμε να ελπίζουμε πιο δυνατής, γιατί είναι μια γενεά σκληραγωγημένη, που ανατράφηκε μεσ’ στην ατμόσφαιρα του πολέμου, της καταστροφής και της αναρχίας, που γνώρισε πολύ νωρίς τις πιο βαθιές συγκινήσεις, που άρχισε πολύ νωρίς να σκέπτεται τα πιο φλογερά προβλήματα, που κατάλαβε πολύ νωρίς, από τα πιο μικρά της χρόνια, πως η ζωή δεν είναι μια εύκολη ιστορία. Η μεγάλη αξία αυτής της γενεάς είναι ότι φέρνει ξανά στη νικημένη Ελλάδα μερικές πιθανότητες αυτοπεποίθησης και εξύψωσης, μερικές ελπίδες κατάχτησης της ζωής. Την αγαπούμε τη γενεά μας, παρ’ όλα τα ελαττώματά της, γιατί μοιάζει να είναι μια γενεά ζωντανών και τολμηρών ανθρώπων. Άμα το θελήσει θα καθαρίσει αυτό το έλος που μας περιβάλλει και θα δώσει στον τόπο τις ψυχικές δυνάμεις που του λείπουν.
Γ. Θεοτοκάς, Ελεύθερο πνεύμα, επιμ. Κ.Θ. Δημαράς, Ερμής, Αθήνα 1988, σ. 74.