Το παρακάτω απόσπασμα από τη συλλογή Ραγισμένο ταμπούρλο (1991) του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου είναι χαρακτηριστικό του αρνητικού τρόπου με τον οποίο συχνά αυτοπαρουσιάζονται οι ποιητές της λεγόμενης «δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς». Οι χαρακτηρισμοί «γενιά των αποήχων» ή «χαμένη γενιά» που τους αποδίδουν διάφοροι μελετητές υπογραμμίζουν το αίσθημα της απώλειας που προκαλεί στους συγκεκριμένους ποιητές η έλλειψη δυνατότητας ενεργούς συμμετοχής στις κρίσιμες εξελίξεις της μεταπολεμικής εποχής.
Όταν ήρθαμε υποχωρούσαν τα μεγάλα οράματα αποδεκατισμένα στα υπόγεια καταφύγια του στίχου
τώρα μας πήραν δρόμοι χωρίς επιστροφή βήμα προς βήμα συλλαβίσαμε την έρημη δεκαετία συλλαβίσαμε τη ζωή μας με χαμηλή φωνή και λίγο φως και με το δάχτυλο να διστάζει σε κάθε συλλαβή — χάσαμε τη ζωή μας λίγο λίγο και χωρίς κόπο
Μα πού είναι οι μέρες που στις φλέβες τους κυλούσαν άνεμοι χτεσινοί αυριανά ποιήματα όταν η ιστορία πλατάγιζε σε κάθε συνοικία τραντάζοντας τις ρίζες τ’ ουρανού της αδικίας τα μπαλκόνια
δεν πρόλαβες τίποτα — ανταύγειες μόνο κουρέλια μουσικής που τα ξεβράζει τ’ όνειρο κι η τρέλα ανταύγειες από μια μάχη που άλλοι δώσανε και χάσανε για σένα
Γερ. Λυκιαρδόπουλος, «Όταν ήρθαμε». Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970), επιμ. Ανέστης Ευαγγέλου, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 177.