Ο Ευρ. Γαραντούδης επιχειρεί να επανεξετάσει ορισμένες σταθερές αντιλήψεις για την επτανησιακή ποίηση του 19ου αιώνα. Ελέγχει την εγκυρότητα του όρου «Επτανησιακή Σχολή» και αναζητά εναλλακτικούς τρόπους για τη θεώρηση της επτανησιακής ποίησης.
[…] Η ιδιάζουσα ώσμωση νεοκλασικισμού και ρομαντισμού απηχείται και στο επίπεδο της θεματικής. Έστω και σχηματικά, θα λέγαμε ότι η θεματική του συλλογικού περιβάλλοντος αντιστοιχεί στο νεοκλασικισμό, ενώ η θεματική του ιδιωτικού χώρου στο ρομαντισμό. Από κει και πέρα, η θεματική αυτή διάκριση ανάμεσα σε συλλογικά και ιδιωτικά θέματα αντιστοιχεί και στην έκδηλη ειδολογική διάκριση της επτανησιακής ποίησης: επικολυρική και λυρική ποίηση. Σύμφωνα με την παραπάνω διττή διάκριση, το θέμα της πατρίδας, έκφραση του συλλογικού βιώματος, διοχετεύεται κυρίως στα επικολυρικά, εκτενή συνήθως, ποιητικά συνθέματα, ενώ τα θέματα της θρησκείας και της γυναίκας, έκφραση του ιδιωτικού χώρου, απαντούν, κατά βάση, σε σύντομα λυρικά ποιήματα. Πρέπει, τέλος, να λάβουμε υπόψη ότι η συνενέργεια του ρομαντικού και του κλασικού στοιχείου, η υπέρβαση της αντίθεσης και η σύνθεση του ρομαντισμού με τον κλασικισμό, συνιστά ένα από τα καίρια αιτήματα του όψιμου ρομαντισμού. «Ο ρομαντισμός συστήνεται ακριβώς υπό την προοπτική μιας διαλεκτικής επίλυσης του αρχαίου και του νεότερου, του αφελούς και του συναισθηματικού, του κλασικού και του ρομαντικού· και η διαλεκτική επίλυση κλασικού και ρομαντικού μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από το δημιουργικό ρομαντισμό και όχι από το μιμητικό κλασικισμό» […]. Οι παραπάνω σκέψεις αποβλέπουν μόνο στο να υποδείξουν ότι ένα γόνιμο πεδίο προβληματισμού διανοίγεται, αρκεί να θεωρήσουμε την επτανησιακή ποίηση απαλλαγμένοι από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος.
[…]
Οι αποκλίνουσες γλωσσικές λύσεις που δοκιμάστηκαν στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, και στη συνέχεια η αθηναϊκή γλωσσική επίδραση σε αρκετούς Επτανήσιους ποιητές, με άλλα λόγια η πιστοποιημένη πλέον ύπαρξη επτανησιακών ποιητικών πυρήνων που βρίσκονται εκτός της σολωμικής σφαίρας επιρροής κλονίζει ακόμη περισσότερο τη βασιμότητα του όρου «Επτανησιακή Σχολή». Είναι λοιπόν ορθότερο να δεχτούμε τον όρο «Σολωμική Σχολή», αναφερόμενοι σ’ ένα σύνολο σύγχρονων και μεταγενέστερων του Σολωμού ποιητών που αντιγράφουν ή αφομοιώνουν κατά περίπτωση ένα ή περισσότερα στοιχεία της ποιητικής του, με κύριο και αποκλειστικό κοινό σημείο τη χρήση της λαϊκής γλώσσας. Ακόμη όμως και ο όρος «Σολωμική Σχολή» μπορεί να δημιουργήσει ενστάσεις […]. Γιατί αν ισχύσει με κριτήριο τα κοινά στους σολωμοθρεμμένους ποιητές γνωρίσματα των σολωμικών ποιημάτων της ζακυνθινής περιόδου, του λιγότερο σημαντικού μέρους της σολωμικής ποίησης, πρέπει να αναρωτηθούμε μήπως αυτά προέρχονται από την αισθητική τράπεζα ενός λογοτεχνικού ρεύματος (νεοκλασικισμός), μιας γλωσσικής αγωγής (δημοτική γλώσσα), διαδεδομένων θεμάτων και μοτίβων, εκφραστικών τρόπων και στιχουργικών σχημάτων. Από την τράπεζα αυτή αντλούν εξίσου ο Σολωμός και οι λίγο πολύ συνομήλικοί του λογοτέχνες, όπως ο Μάτεσης, ο Τερτσέτης, ακόμη κι ο Τυπάλδος. Αν, πάλι, ο όρος «Σολωμική Σχολή» ισχύσει με κριτήριο τα ποιήματα της σολωμικής ωριμότητας, δηλαδή τα κατεξοχήν σολωμικά ποιήματα, τότε δεχόμαστε το οξύμωρο σχήμα της Σχολής του ενός, ο οποίος δορυφορείται από μια πλειάδα λογοτεχνών αδύναμων να τον προσεγγίσουν στα ουσιωδέστερα στοιχεία του. […]
Ευρ. Γαραντούδης, Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός. Όψεις μιας σύνθετης σχέσης (1820-1850), Καστανιώτης, Αθήνα 2001, σ. 97-98 & 137-138.