Ο όρος αποδείχτηκε τυπικός ως προς τη διάθεση συνολικών αποτιμήσεων συγγραφέων και η «Επτανησιακή Σχολή» έγινε η πρώτη που καθιερώθηκε στον νεοελληνικό λογοτεχνικό κανόνα κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, προκειμένου να ονομαστεί κυρίως η λογοτεχνική παραγωγή των Ιονίων Νήσων, συμπεριλαμβανομένης και της θεατρικής, καθώς και η παραγωγή κριτικών δοκιμίων , από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου έως το τέλος του 19ου αιώνα. Οι παράγοντες που διαμορφώνουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Επτανησιακής Σχολής είναι δύο. Κατ’ αρχάς, η ιστορική συγκυρία της επάλληλης εναλλαγής δυτικών κυρίαρχων δυνάμεων στον ιόνιο χώρο, που συνέθεσε ένα ιδιαίτερο πλαίσιο πολιτισμικής και κοινωνικής οργάνωσης, μέσα στο οποίο συντελέστηκε η πολιτική, ιδεολογική και πολιτισμική συγκρότηση των Ιονίων. Η πλέον μακροχρόνια, η μακραίωνη ενετική κυριαρχία, προκαλεί αναμφισβήτητα και μια κυρίαρχη πολιτισμική επιρροή στα Επτάνησα, που δεν γνώρισαν την οθωμανική κυριαρχία και ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα μόλις το 1864. Ο δεύτερος καθοριστικός παράγοντας είναι ο σολωμοκεντρισμός της Επτανησιακής Σχολής. Η κεντρικότατη παρουσία του ζακυνθινού ποιητή στην πολιτισμική ζωή κυρίως της Κέρκυρας οργανώνει ένα σύστημα μαθητείας και διαδοχής στη Σχολή, βάσει του οποίου οργανώνονται ακολούθως οι περίοδοι-κατηγορίες που συνήθως αναφέρονται: η περίοδος των προσολωμικών ποιητών, των σολωμικών, των μετασολωμικών, με βασικές προσθήκες τις κατηγορίες των εξοσολωμικών ποιητών και τον ελασσόνων. Στον άξονα αυτής της κατηγοριοποίησης ανάμεσα στους βασικούς εκπροσώπους της σχολής συναντά κανείς τους Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, Ανδρέα Λασκαράτο, Γεράσιμο Μαρκορά, Ιάκωβο Πολυλά, Γεώργιο Τερτσέτη, Ιούλιο Τυπάλδο, Αντώνιο Μάτεση και Γεώργιο Καλοσγούρο, με τον Ανδρέα Κάλβο να μην συμπεριλαμβάνεται ή να εξοβελίζεται ως εξαίρεση στην κατηγορία των εξοσολωμικών. Ανάμεσα στα βασικά χαρακτηριστικά της Σχολής συμπεριλαμβάνονται η προτίμηση και καλλιέργεια της δημοτικής ποιητικής γλώσσας, η κοινή αντίληψη για την καλλιτεχνική αυτονομία και την υπεροχή της ποιητικής τέχνης και μια ιδιαίτερη προτίμηση για την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και την κρητική παράδοση.
«Ο πρώτος ο οποίος αντιμετώπισε τους Επτανήσιους ποιητές ως ένα σύνολο με εσωτερική ενότητα, καθορισμένες σχέσεις μεταξύ τους και ορισμένο ρόλο στην εξέλιξη της νεοελληνικής ποίησης» είναι αναμφισβήτητα ο Κ. Παλαμάς . «Μ’ άλλα λόγια είναι ο πρώτος που εισάγει στη γραμματολογική συνείδηση την έννοια της “επτανησιακής σχολής” όχι μόνον ως όρο, αλλά επεξεργασμένη και με διατυπωμένα σαφώς τα χαρακτηριστικά της, τη σχέση της με τον Σολωμό και τον ρόλο της» (Αποστολίδου 1992, 201). Την κίνηση του Παλαμά πρέπει να εξετάσει κανείς σε δύο επίπεδα: πρώτον ως μια κίνηση που ανοίγει τον δρόμο ή εδραιώνει την «κατασκευή» μιας ακόμα «Σχολής», της «Παλαιάς (ή Πρώτης) Αθηναϊκής», με απώτερο στόχο μια συγκριτική αποτίμηση που φτάνει στην πλήρη αντιδιαστολή της αθηναϊκής με την επτανησιακή σχολή και την υποτίμηση της πρώτης. Από την άλλη, ο Παλαμάς γίνεται «γενάρχης» ο ίδιος μιας άλλης «σχολής», της «Νέας (ή Δεύτερης) Αθηναϊκής», της σχολής δηλαδή στην οποία ανήκει και ο ίδιος. Έτσι, στον άξονα που δημιουργούν οι τρεις «σχολές», ο Παλαμάς έχει την ευκαιρία να δράσει ως ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας: κατά κάποιο τρόπο να επιλέξει τους Επτανήσιους για προγόνους της δικής του γενιάς, στηρίζοντας την υπόθεση των εκλεκτικών συγγενειών κυρίως στην κοινή προτίμηση της λαϊκής-δημοτικής ποιητικής γλώσσας, και να υπογραμμίσει τις διαφορές με τους άμεσους προγόνους της Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής. (Για μια συγκριτική αποτίμηση της Επτανησιακής και της Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής, αν και εκτός της ακριβούς χρήσης αυτών των τίτλων, βλ. Βελουδής 1992).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η χρήση του όρου «Σχολή» από τον Παλαμά διευκολύνθηκε από το γεγονός ότι, στο χώρο της αθηναϊκής κυρίως λογοτεχνικής κριτικής της περιόδου 1830-1880, ο όρος «Σχολή» απαντά συχνότατα, είτε με την έννοια της λογοτεχνικής γενιάς είτε με την έννοια της νέας, διαφορετικής από το παρελθόν, τεχνοτροπίας.
Ανάμεσα στους εκπροσώπους της «Πρώτης Αθηναϊκής Σχολής» ξεχωρίζουν οι αδερφοί Σούτσοι, ο Αλέξ. Ρίζος Ραγκαβής, ο Δ. Παπαρρηγόπουλος, ο Σπ. Βασιλειάδης και ο Αχ. Παράσχος. Στη «Νέα Αθηναϊκή Σχολή» ανήκουν, εκτός από τον Παλαμά, ο Γ. Δροσίνης, ο Ν. Καμπάς, ο Γ. Σούρης, ο Αρ. Εφταλιώτης, ο Αλέξ. Πάλλης, ο Ι. Γρυπάρης κ.ά. Η δράση της πρώτης τοποθετείται στα χρόνια από το 1830 έως το 1880, όριο αφετηρίας της δράσης της δεύτερης.
Η αλήθεια είναι ότι το απλοϊκό σκεπτικό των σχετικών προσεγγίσεων, κατά «σχολές», απέδωσε μια σειρά παρωχημένων πια και αποσπασματικών μελετών στο πλαίσιο των οποίων το έργο των Επτανήσιων, εν προκειμένω, ενοποιείται μέσα από μια σειρά ιστορικές αφαιρέσεις, γενικεύσεις και σχηματοποιήσεις (Μπουμπουλίδης 1970-1971· Ζώρας 1960). Η ανεπάρκεια του όρου καταγγέλλεται με τρόπο οξύ (Γαραντούδης 2001). Ωστόσο, οι σύγχρονες, βελτιωτικές προσεγγίσεις αντιμετωπίζουν το ζήτημα αποσπασματικά. Έχει, επίσης, επιχειρηθεί η εξέταση της παραγωγής του κάθε νησιού χωριστά, προκειμένου να τονιστούν οι ιδιαιτερότητες του κάθε χώρου και να προωθηθεί μια ευρύτερη προσέγγιση επεκτείνοντας τον όρο προς άλλα πεδία πολιτισμικά ή επιστημονικά (Πυλαρινός 2003).
Ωστόσο, με τις τρεις προαναφερθείσες σχολές να χαίρουν της καθιέρωσης του τίτλου, πρέπει να αναφερθεί μια ακόμα χρήση του όρου, κυρίως κατά τα χρόνια του Μεσοπολέμου, για να ονομαστεί η σύγχρονη λογοτεχνική κίνηση της Θεσσαλονίκης. Πρώτος ο Τέλλος Άγρας σε άρθρο του με τίτλο «Μια ματιά στη λογοτεχνική Θεσσαλονίκη. Πρόσωπα και κείμενα» , στο περιοδικό Ελληνικά Φύλλα (1935), χρησιμοποιεί τον όρο «σχολή Θεσσαλονίκης» για να χαρακτηρίσει τις μοντερνιστικές αναζητήσεις των λογοτεχνών που ανήκαν στον κύκλο του περιοδικού Μακεδονικές Ημέρες. Για την ακρίβεια, ο Άγρας, παρόλο που αναφέρει τον όρο σχολή, κάνει περισσότερο λόγο για «λογοτεχνικό κύκλο της Θεσσαλονίκης». Η παρέμβασή του, ωστόσο, είναι αρκετή για να ξεκινήσει μια μακροχρόνια συζήτηση για την ύπαρξη ή μη της «σχολής της Θεσσαλονίκης». Παρά την αμφιλεγόμενη μέχρι και σήμερα εγκυρότητά του, ως γραμματολογικός χαρακτηρισμός λειτούργησε κυρίως στον Μεσοπόλεμο, για να ονομάσει τις προσπάθειες ανανέωσης της νεοελληνικής πεζογραφίας που έδωσαν για πρώτη φορά σχήμα στη λογοτεχνική φυσιογνωμία της πόλης. Αν και δεν πρόκειται για δημιουργούς που ακολούθησαν με συντονισμένο τρόπο κοινές ιδεολογικές ή αισθητικές συνιστώσες, το έργο των Αλκ. Γιαννόπουλου, Γιώργου Δέλιου, Στέλιου Ξεφλούδα και Ν.Γ. Πεντζίκη αποτελεί φορέα νεωτερικών αφηγηματικών τρόπων της δυτικής Ευρώπης, όπως ο εσωτερικός μονόλογος.