Το βιολογικό κριτήριο είναι ασφαλώς καθοριστικό στον τρόπο αυτόν ταξινόμησης, που στην ουσία ομαδοποιεί δημιουργούς που δρουν σε χρονικό διάστημα τόσο όσο χρειάζεται, ώστε από απόγονοι ενός προγόνου να γίνουν οι ίδιοι με τη σειρά τους πρόγονοι νέων απογόνων. Η ιστορία του όρου είναι φυσικά μακρά και η χρήση του παρατηρείται σε περιβάλλοντα διαπολιτισμικά και ευρύτερα ιστορικοκοινωνικά (Jaeger 1985, 274-280). Η χρήση του όρου στα ελληνικά λογοτεχνικά πράγματα εγκαινιάζεται το 1920 από τον Κλ. Παράσχο (Γαραντούδης 1998, 194 κ.εξ.), πυκνώνει ωστόσο αργότερα προκειμένου να ονομάσει την περίφημη «γενιά του ’30» . Ήδη το 1929 ο Γ. Θεοτοκάς στο Ελεύθερο Πνεύμα, κείμενο που θεωρήθηκε το μανιφέστο της γενιάς του, χρησιμοποιεί τον όρο γενιά αυτοπροσδιοριστικά, με τρόπο εμβληματικό και ομόλογο προς την έννοια της νεότητας, προκειμένου να υπογραμμίσει την παρουσία της ομάδας των νεότερων λογοτεχνών, στην οποία κατατάσσει και τον εαυτό του, αντιστικτικά προς αυτή των προηγούμενων. Την κίνηση του Θεοτοκά ακολουθούν και ενισχύουν ποικίλες ενέργειες συλλογικοποίησης των θεωρούμενων εκπροσώπων της, κινήσεις εξωλογοτεχνικές όπως είναι η έκδοση περιοδικών (Τα Νέα Γράμματα, Νεοελληνικά Γράμματα), που υπογραμμίζουν την αυτο-αντίληψη που εν μέρει προωθεί αυτή η ομάδα ως προς την επιδίωξη μιας γενεαλογικής κοινότητας. Σταδιακά, και ενώ η δεκαετία του ’30 εκπνέει, η «γενιά» αρχίζει να εμφανίζεται ως «γενιά του ’30». Ωστόσο, φαίνεται ότι ο τίτλος τούς αποδίδεται επισήμως αργότερα, όταν η επιστημονική συζήτηση ενθαρρύνει και τεκμηριώνει την ευρύτερη χρήση του όρου. Το 1965 ο όγδοος τόμος της ποιητικής ανθολογίας του Λ. Πολίτη φέρει τον τίτλο «Η γενιά του 1930 και ο Σεφέρης», ενώ αποφασιστικής σημασίας στιγμή για την καθιέρωση του ονόματος «γενιά του ’30» συνιστά η έκδοση, το 1977, της μονογραφίας του ιταλού ελληνιστή Mario Vitti Γενιά του ’30. Ιδεολογία και μορφή. Στο επίκεντρο του προβληματισμού για τη «γενιά» βρίσκονται πάντως οι ποιητές, ενώ ως κοινό, λίγο ή πολύ, χαρακτηριστικό αναφέρεται η σχέση που οικοδομούν με τον μοντερνισμό. Στο φόντο των πολιτισμικών και αισθητικών τους ζητήσεων η ενασχόληση με την έννοια της ελληνικότητας καθορίζει τις στρατηγικές πολιτισμικής νομιμοποίησης του λόγου των εκπροσώπων της, γύρω από τη νεοελληνική ταυτότητα.
Το 1970 ο Β. Βαρίκας με την επιφυλλίδα του «Η νέα γενιά μπροστά στο σήμερα» επιχειρεί να μας συστήσει μια ολωσδιόλου νέα λογοτεχνική γενιά. Μια κάποια συστηματικότητα στην προσέγγισή του μαρτυρεί το γεγονός ότι δύο ακόμα επιφυλλίδες του, μια που προηγείται (1969) και μια που έπεται (1971), αναφέρονται στο ίδιο θέμα. Πρόκειται για τη σταδιακά αυξανόμενη από το 1963 κ.εξ. παρουσία νέων ποιητών, φαινόμενο που τα χρόνια 1969 και 1970 θα εξελιχθεί σε μια ορμητική εκδοτική παρουσία (Γιώτη 2004, 88-94). Το ενδιαφέρον σε αυτό το νέο εγχείρημα γενεαλόγησης είναι η ταχύτατη καθιέρωση του νέου τίτλου, «γενιά του ’70»: ο ανάδοχός του, ο ποιητής Βασίλης Στεριάδης, τον θεωρεί κοινώς αποδεκτό ήδη το 1975, ενώ η επιστημονική πραγμάτευση του ζητήματος, τουλάχιστον στη σχετική μελέτη του Δ. Μαρωνίτη το 1987, λειτουργεί ως πρακτική επιβεβαίωση του ζητήματος (Μαρωνίτης 1987· γενικά για το θέμα βλ. και Ζήρας 1979, 11-38). Εναλλακτικά με τον τίτλο «γενιά του ’70» οι ποιητές της εποχής διεκδικούν και κερδίζουν το ίδιο εύκολα τον τίτλο «γενιά της αμφισβήτησης», που προσδιορίζει το περιβάλλον της αισθητικής και ιδεολογικής συγγένειας με το παγκόσμιο νεανικό κίνημα της αμφισβήτησης. Υπό την επήρεια της λογοτεχνίας των αμερικανών beat και υπό τους ήχους των τραγουδιών της Joan Baez και του Bob Dylan , και ενώ στη Γαλλία και την Αμερική ο Μάης του ’68 και η φοιτητική εξέγερση στα πανεπιστήμια Kent και Berkeley δίνουν το στίγμα ενός παγκόσμιου αντικομφορμιστικού κινήματος, η νεανική κουλτούρα —ακόμα και στην Ελλάδα της δικτατορίας των συνταγματαρχών— εμφανίζει σημάδια ανάλογης άνθισης.
Η νέα ποιητική γενιά δεν έτυχε απλώς ιδιαίτερης προβολής από τους μεγαλύτερους, ανέλαβε σε μεγάλο βαθμό και η ίδια το έργο της παρουσίασής της στο κοινό μέσω κυρίως μιας σειράς ανθολογιών που ξεκινούν να εκδίδονται το 1971. Πρώτος ο Δ. Ιατρόπουλος και ύστερα οι Στ. Μπεκατώρος και Αλ. Φλωράκης, ποιητές οι ίδιοι της ομάδας που αναλαμβάνουν να παρουσιάσουν, εκδίδουν τους τόμους Ποιητική αντι-ανθολογία και Η νέα γενιά. Την ίδια χρονιά, το 1971, μια ακόμα ανθολογία της γενιάς του ’70 παρουσιάζει επτά από αυτούς σε μια επιλογή ποιημάτων του K. Friar. Άλλες τρεις ανθολογίες κυκλοφορούν το 1979 και πάλι από εκπροσώπους των ίδιων των ποιητών. Το τελικό εγχείρημα ανθολόγησης των ποιητών αυτής της ομάδας, από τον Δ. Αλεξίου το 2001, ενισχύει το είδος αυτό των γενεαλογικών ανθολογήσεων, η πληθωριστική εμφάνιση των οποίων είναι φαινόμενο που ξεκινάει από τη «γενιά του ’70», για να αποδώσει αναφορικά και με άλλες γενιές τόμους που συμβάλλουν αρκετά στην εδραίωση της αντίληψής μας για τα «μέλη» τους. Οι νέου τύπου γενεαλογικές ανθολογήσεις έχουν λοιπόν περισσότερο τον χαρακτήρα αρχείου/μητρώου καταγραφής των μελών της ομάδας. Χαρακτηριστικός ο αριθμός των ποιητών που ανθολογεί ο Αλεξίου: 58. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Λεφτέρης Πούλιος, Τασος Δενέγρης, Τζένη Μαστοράκη, Μιχάλης Γκάνας, Νάσος Βαγενάς.
Η επιτυχής κατασκευή δύο λογοτεχνικών γενεών έως το τέλος της δεκαετίας του ’70 φαίνεται ότι εμπνέει την αναδρομική χρήση του όρου, προκειμένου να ονομαστούν και ομάδες ποιητών που εμφανίστηκαν σε προηγούμενες δεκαετίες. Έτσι, σταδιακά κάνουν την εμφάνισή τους οι όροι πρώτη και δεύτερη μεταπολεμική γενιά, για να ονομάσουν τους ποιητές που εμφανίζονται στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 (ή που γεννιούνται τα χρόνια 1916-1928 και 1929-1940), αντίστοιχα (Μαρωνίτης 1976· Ιλίνσκαγια 1976· Κεχαγιόγλου 1981· Αργυρίου 1979· Κάσσος 1987). Και παρόλο που οι νέες ονομασίες καθιερώνονται κυρίως στο πεδίο της μελέτης της ποίησης και ιδίως μέσω σημαντικών ανθολογιών (Αργυρίου 1982· Ευαγγέλου 1994· Παπαγεωργίου 2002), ένα σημαντικό στοιχείο διαφοροποιεί τη δράση αυτών των μεταπολεμικών γενεών από τις προηγούμενες: ο βαθμός αυτοπροσδιορισμού των εκπροσώπων τους μέσω των νέων τους τίτλων είναι ελάχιστος. Αντίστοιχα, από μικρής εμβέλειας έως ανύπαρκτες ή ετεροχρονισμένες είναι οι δράσεις συλλογικοποίησης που φαίνεται να αναλαμβάνουν (με την εξαίρεση κάποτε της έκδοσης περιοδικών) και, τέλος, μικρός είναι ο βαθμός αυτο-συνείδησης που διαθέτουν αυτοί οι ποιητές ως εκπρόσωποι μιας κοινής λογοτεχνικής γενιάς.
Υπό αυτές τις συνθήκες έχει έρθει η ώρα να ακουστούν οι ήδη παλαιότερα εκπεφρασμένες αντιρρήσεις για την επάρκεια του όρου γενιά ως προς την περιγραφή της ποίησης (Κρανάκη 1954) και μάλιστα να ενισχυθούν από τους ίδιους τους ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς (Λεοντάρης 2001, 88-100), κάποιοι από τους οποίους σπεύδουν να αρνηθούν την ισχύ της γενεαλογικής συμπαράταξης, όπως ο Γερ. Λυκιαρδόπουλος που, προκειμένου για τους συνομήλικούς του ποιητές, υιοθετεί τον ρόλο του «σπασμένου κρίκου» στην αλυσίδα της γενεαλογικής ποιητικής αποτίμησης (Λυκιαρδόπουλος 1984, 45). Χαρακτηριστική, άλλωστε, είναι η παράλληλη απόδοση αρνητικών προσδιοριστικών τίτλων στους συγκεκριμένους ποιητές όπως «χαμένη γενιά», «γενιά της ήττας» και «γενιά των αποήχων».
Η προφανής ανεπάρκεια του όρου γενιά στην περιγραφή της ποίησης έχει ούτως ή άλλως υπογραμμιστεί και σε επίπεδο διεθνούς βιβλιογραφίας (René Wellek). Προκειμένου, ωστόσο, να αντιληφθούμε μια ακόμα πτυχή της μερικής δυσανεξίας που εμφανίζουν οι ποιητές αυτοί στη γενεαλογική τους συμπερίληψη θα πρέπει να αναφέρουμε ότι για πολλούς από αυτούς η εμπλοκή τους στα πολιτικοκοινωνικά δρώμενα και στις ιδεολογικές περιπέτειες της εποχής τους καθορίζει την ποιητική τους έκφραση. Κάτι που δημιουργεί ακολούθως μια πολύ ιδιαίτερη αίσθηση συλλογικότητας, σε σχέση με αυτή που στηρίζεται απλώς σε έναν βιολογικό και χρονολογικό προσδιορισμό, και καθορίζεται εν πολλοίς από το κριτήριο των κοινών πολιτικών αγώνων και της ιδεολογικής συμπαράταξης. Στην ίδια λογική μπορεί κανείς να παρατηρήσει, από τη μια, ότι η περίφημη «γενιά του ’70» μαζί με την προφανή της δράση υποστήριξης του τίτλου της και την αμφισβητησιακή της τάση, εμφανίζει και έναν έντονα απολιτικοποιημένο χαρακτήρα, και, από την άλλη, ότι η ακόμα διασημότερη «γενιά του ’30» βρήκε ήδη από τη δεκαετία του ’40 τους κριτικούς της αριστεράς απέναντί της να της αποδίδουν εγωκεντρισμό, ενώ μέσω του κριτικού της Ανδρέα Καραντώνη άσκησε μια δριμεία κριτική στην αριστερή και αριστερίζουσα ποίηση.
Ωστόσο, πολύ ή λίγο χρήσιμος, ο όρος «γενιά» στην αυτο-συγκρότηση της λογοτεχνικής ταυτότητας, παρέμεινε μια προσφιλής επιλογή των μελετητών και μάλιστα η αναδρομική του χρήση απέκτησε ένα ολοένα και μεγαλύτερο εύρος, με την απόδοσή του σε όλο και περισσότερες ομάδες συγγραφέων («γενιά του 1920»), ακόμα και τη μετονομασία άλλων ομάδων που «σταδιοδρόμησαν» αρχικά ως «σχολή» («γενιά του 1880»). Συμπληρώνεται, έτσι, ένας αιώνας λογοτεχνικής γενεαλόγησης που έχει να επιδείξει πολυάριθμες ομάδες-«γενιές» συγγραφέων, κυρίως ποιητών. Καθώς όμως προχωράμε στην επόμενη δεκαετία και ακολούθως «γενιά», δηλαδή τη «γενιά του 1980» (Γαραντούδης 1998) ή «του ιδιωτικού οράματος» (Κεφάλας 1987), μαζί με την αδυναμία του όρου να λειτουργήσει αποτελεσματικά, διαφαίνεται και ο κατακερματισμός που έχει αρχίσει να προκαλεί η χρήση του και η αδυναμία διαιώνισης μιας τέτοιας κατηγοριοποίησης της ποίησης. Ο ίδιος, άλλωστε, ο ποιητικός προσανατολισμός αυτής της «γενιάς», που συνιστά μια υπαρξιακή αναδίπλωση, υπονομεύει την υπαγωγή των ποιητών σε ομάδες («Το ερώτημα του ανθρώπου είναι το ερώτημα της διαφοράς»· Χατζόπουλος 1997, 59). Εξίσου αναδρομικά με την ισχύ του όρου «γενιά» φαίνεται τώρα να εξαπλώνεται και η αμφισβήτησή του, για να γνωρίσει την πιο σημαντική στιγμή της το 2011, στη μελέτη του Δ. Τζιόβα με τίτλο Ο μύθος της γενιάς του Τριάντα. Νεοτερικότητα, ελληνικότητα και πολιτισμική ιδεολογία (Πόλις 2011), όπου αναπτύσσοντας τις θέσεις του ο μελετητής επιχειρεί μια αποδόμηση του τίτλου της. Το βάρος του ενδιαφέροντος πέφτει τώρα στην κατάδειξη των αντινομιών της γενιάς του ’30.