Μεταπολεμικά, και κυρίως στις εργασίες του Γ. Ζώρα από το 1953 και μετά, το γραμματολογικό σχήμα της Επτανησιακής Σχολής αποκρυσταλλώθηκε σε μια μορφή που ελάχιστα τροποποιήθηκε στις επόμενες δεκαετίες.
Οι ποιηταί της λεγομένης Επτανησιακής σχολής φέρουν ίδια χαρακτηριστικά στοιχεία και εις την μορφήν (γλώσσα και στιχουργική) και εις το εν γένει περιεχόμενον και το πνεύμα της λογοτεχνικής παραγωγής των, τα οποία διακρίνουν αυτούς και θέτουν εις ιδιαιτέραν θέσιν έναντι όλων των άλλων ποιητών των προηγουμένων εποχών ως και των ανηκόντων εις την ρομαντικήν και νεωτέραν Αθηναϊκήν σχολήν.
Καίτοι πολλά των στοιχείων τούτων προϋπήρχον ήδη μεμονωμένως εις τα προ της εμφανίσεως του εθνικού μας ποιητού πνευματικά δημιουργήματα, όμως τας σπουδαιοτέρας βάσεις της Επτανησιακής σχολής έθεσεν ή μάλλον σημαντικώς ενίσχυσεν ούτος αυτός ο Διονύσιος Σολωμός, πρωτεργάτης και εμπνευσμένος οδηγός της επαναστατικής και μετεπαναστατικής ποιήσεως. […]
Η κυριαρχούσα μορφή του διδασκάλου και αρχηγού της σχολής, όστις ως άλλος ήλιος φωτίζει και κατευθύνει τους περισσοτέρους Επτανησίους αμέσως ή εμμέσως, δεν αφαιρεί εξ ολοκλήρου των διαφόρων άστρων την ανταύγειαν, ούτε εμποδίζει την ατομικήν δημιουργικήν πρωτοβουλίαν των οπαδών του. Έκαστος εξ αυτών, χωρίς να προσεγγίση τα ύψη του διδασκάλου, αναπτύσσει ιδίαν προσωπικήν εξέλιξιν, με βάσιν ωρισμένα στοιχεία, τα οποία συνδέουν και αδελφώνουν αυτούς, ως τα της κοινής μητρός τέκνα. […]
Γεώργιος Ζώρας, Επτανησιακά μελετήματα Α΄, χ.ε.ο., Αθήνα 1960, σ. 69-70.