Σε αρκετές περιπτώσεις και σε ολόκληρες ιστορικές περιόδους λόγοι πολιτικοί και κοινωνικοί επιβάλλουν στους συγγραφείς την απόκρυψη της ταυτότητάς τους. Η τακτική της ανώνυμης δημοσίευσης έχει υπάρξει σε αυτές τις περιπτώσεις συχνή επιλογή. Στο ξεκίνημα του ελληνικού Διαφωτισμού μια σειρά έργων που εμφανίζονται από το 1789 υπό το καθεστώς της συγγραφικής ανωνυμίας εκφράζουν ένα απολύτως ριζοσπαστικό και ακραία διαφωτιστικό πνεύμα αντίθεσης και εχθρότητας προς τον κλήρο, από το οποίο προκύπτει σταδιακά ένας μνημειώδης λόγος πολιτικής θεωρίας. Στο πρώτο μάλιστα από αυτά η έλλειψη ονόματος συγγραφέα θα αποτελέσει συνθήκη ταυτότητας τέτοια, ώστε θα υποκαταστήσει και την έλλειψη τίτλου. Ο Κ.Θ. Δημαράς επινοεί τη συνθήκη τίτλου υπό την οποία το έργο είναι γνωστό έως σήμερα: ο Ανώνυμος του 1789. Ο Ρωσσαγγλογάλλος, έμμετρη σάτιρα σε διαλογική μορφή, η συγγραφή του οποίου τοποθετείται στην περίοδο από το 1799 ώς το 1810, απαγγελλόταν συχνά σε ορισμένους κύκλους της ελληνικής κοινωνίας, αλλά παρέμεινε ανέκδοτος. Η ανωνυμία εδώ μεταδίδεται και στους τέσσερις ήρωες, τα ονόματα των οποίων αντικαθίστανται από τις εθνικές τους ιδιότητες: τρεις περιηγητές (ένας Ρώσος, ένας Άγγλος και ένας Γάλλος) συζητούν με έναν Έλληνα. Με την Ελληνική Νομαρχία (1806) βρισκόμαστε στο πεδίο ενός λόγου κατεξοχήν προτρεπτικού υπέρ της εθνικής απελευθέρωσης όσο και καταγγελτικού του ανασταλτικού ρόλου των ομοεθνών αρχόντων και του ανώτερου κλήρου. Η έρευνα υποθέτει βάσιμα την ταυτότητα του συγγραφέα, αν και προσανατολισμένη, όχι σε έναν άνθρωπο αλλά σε ένα περιβάλλον ανθρώπων: τον κύκλο του Ρήγα. Τέλος, το πεζό Κρίτωνος στοχασμοί (1819) καταφέρεται, επίσης, εναντίον του κλήρου. Αν τώρα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε τον τρόπο με τον οποίο το καθεστώς αυτό της ανωνυμίας νοηματοδοτεί —σκιαγραφεί, έστω— την ταυτότητα του συγγραφέα, θα βρισκόμασταν σε μια απολύτως δύσβατη περιοχή, που ίσως σχηματικά και τηρουμένων των αναλογιών μπορεί να φωτίσει μια παρατήρηση του Αλέξη Πολίτη, διατυπωμένη όμως σε άλλα συμφραζόμενα: στα 1821 δεν υπάρχει ακόμα η έννοια του λογοτέχνη, της ποίησης ναι, ακόμα και της λογοτεχνίας, αλλά όχι του δημιουργού (Πολίτης 1996). Είναι ασφαλώς απολύτως βέβαιο ότι οι όροι της δημοσιότητας στην εποχή των παραπάνω έργων είναι απολύτως διαφορετικοί. Στα χρόνια 1798-1805 ένας ακόμα περίφημος μάρτυρας της εποχής, ο Αδαμάντιος Κοραής, αναλαμβάνει και αυτός πολιτική δράση: δημοσιεύει το ανώνυμο πολεμικό φυλλάδιο Αδελφική διδασκαλία (1798), με το οποίο καταγγέλλει το κείμενο του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Πατρική Διδασκαλία, που καλούσε ευθέως τους Έλληνες να παραμείνουν υποταγμένοι στον Σουλτάνο και την Εκκλησία. Ακολουθούν, ανώνυμα επίσης, το ποίημα Άσμα πολεμιστήριον (1800) και το φυλλάδιο Σάλπισμα πολεμιστήριον (1801) που στοχεύει να εμπνεύσει την πίστη στα γαλλικά στρατεύματα του Ναπολέοντα, στα οποία έχουν καταταγεί και πολυάριθμοι έλληνες εθελοντές.
Σε υστερότερες εποχές ο φόβος της δίωξης ωθεί τους συγγραφείς σε μια επιλογή εναλλακτική της ανωνυμίας. Το ψευδώνυμο γίνεται τότε «άδεια κυκλοφορίας μέσα σε αντιπνευματικές κοινωνίες» (Χάρης 1943, 194). Συχνά βέβαια είναι απλώς λόγοι αισθητικής που ωθούν τους λογοτέχνες να διαλέξουν ένα πιο εύηχο από το πραγματικό τους όνομα. Έτσι, ο Ηλίας Μέλλος έγινε Βενέζης, ο Ευστράτιος Σταματόπουλος έγινε Στράτης Μυριβήλης, ο Δημήτρης Ροδόπουλος έγινε Μ. Καραγάτσης, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος έγινε Μάρκος Αυγέρης, ο Πέτρος Αποστολίδης έγινε Παύλος Νιρβάνας, ο Δημ. Δημητριάδης Ρήγας Γκόλφης κτλ. Σε αρκετές από αυτές τις περιπτώσεις το ψευδώνυμο καθιερώνεται ως όνομα, όπως γίνεται στην περίπτωση του Γιώργου Σορολόπη, που κατοχύρωσε τελικά και νομικά ως ονοματεπώνυμο το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο: Γιώργος Ιωάννου. Με ψευδώνυμο δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα, τις Σπασμένες ψυχές, και ο Νίκος Καζαντζάκης, ως Πέτρος Ψηλορείτης (το χρησιμοποιεί και για να υπογράψει μερικά ποιήματα). Αξιοσημείωτο στοιχείο της καζαντζακικής ψευδωνυμίας δεν είναι μόνο η επιβίωση της κρητικής ψυχής στην επιλογή του ονόματος κρητικού βουνού: τις Σπασμένες ψυχές αφιέρωσε ο συγγραφέας στην Πετρούλα Ψηλορείτη. Πρόκειται για τη Γαλάτεια Αλεξίου, μετέπειτα Καζαντζάκη. Μάλιστα, αυτό το «εξ αγχιστείας» δάνειο ψευδώνυμο διατήρησε η Γαλάτεια σε αρκετά κείμενά της, κυρίως στις συνεργασίες της με τα περιοδικά Πινακοθήκη, Νέα Ζωή και Νουμάς (μαζί με ένα ακόμη, το Λαλώ Ντι Κάστρο). Εντελώς ιδιαίτερες περιπτώσεις για τη χρήση ψευδωνύμων είναι και οι γυναίκες συγγραφείς που επιλέγουν να δημοσιεύσουν ως άντρες. Αξίζει να μεταφερθούμε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνική σκηνή για να μνημονεύσουμε μια διάσημη συγγραφέα που επιβεβαιώνει με το παράδειγμά της ότι δεν πρόκειται για μια επιλογή που αφορά τις γυναίκες μακρινών προηγούμενων αιώνων: πρόκειται για την Κάρεν Μπλίξεν, που υπογράφει το 1937 ως Ισάκ Ντίνεσεν το μυθιστόρημα Πέρα από την Αφρική. Από τις Ελληνίδες χαρακτηριστική μένει η περίπτωση της κριτικού Ελένης Ουράνη που υπογράφει ως Άλκης Θρύλος.
Η τακτική της ψευδωνυμίας, ιδιαιτέρως διαδεδομένη από τα χρόνια του Διαφωτισμού, εμφανίζεται έντονα στα νεοελληνικά λογοτεχνικά δρώμενα από τον 19ο αιώνα. Ο Κυριάκος Ντελόπουλος στην κλασική του μελέτη-καταγραφή, Νεοελληνικά φιλολογικά ψευδώνυμα , παρουσιάζει 4.117 ψευδώνυμα, που χρησιμοποιήθηκαν από 2.261 έλληνες συγγραφείς (λογοτέχνες, δοκιμιογράφους, μεταφραστές, φιλολόγους, χρονογράφους) στο διάστημα 1800-2004 (Βιβλιοπωλείον της Εστίας 32005). Η χρήση των ψευδωνύμων, ωστόσο, μας υποβάλλει συχνά σε διαδικασίες πολυπλοκότερες από το να διακρίνουμε μεταξύ του ιδιώτη και του συγγραφέα. Από τον Διαφωτισμό έως σήμερα οι ψευδώνυμοι συγγραφείς κατασκευάζουν ένα δίκτυο εντός του οποίου φαίνεται να «συνομιλούν» μεταξύ τους. Έτσι, στα έργα του Σταύρου Κρητιώτη, ενός από τους τελευταίους ψευδώνυμους συγγραφείς της νεοελληνικής πεζογραφίας, η ψευδωνυμία ανάγεται σε ιδρυτική συνθήκη της τέχνης του και εμπλουτίζει ένα είδος παιγνιώδους γραφής, όπου η αυτοπαρουσίαση του συγγραφέα γίνεται μέρος της κατασκευής φανταστικών πρόσωπων αλλά και δομικό στοιχείο των βιβλίων που παρουσιάζονται εσωτερικά ως προϊόντα λογοκλοπής ή διακειμενικότητας. Η ψευδωνυμία στην περίπτωσή του γίνεται ένα πολύπλοκο παιχνίδι παρουσίασης/εμφάνισης και απόκρυψης, στο οποίο ο συγγραφέας δεν είναι μόνος του: επικοινωνεί ποικιλοτρόπως με τη «σχολή» των ψευδώνυμων συγγραφέων. Από τα πιο ισχυρά του πρότυπα είναι ο Εμμ. Ροΐδης, που έχει υπογράψει κείμενα με πάρα πολλά ψευδώνυμα. Όχι βέβαια τόσα πολλά όσα ο αγαπημένος του Ροΐδη Βολταίρος, στον οποίο αποδίδονται 160 ψευδώνυμα και ο οποίος αντικατέστησε τελικά το πραγματικό του όνομα όχι μόνο ως προς τη συγγραφική του δραστηριότητα αλλά στους περισσότερους τομείς της ζωής του.
Η περίπτωση του Ροΐδη, πάντως, μας μεταφέρει στον κόσμο των εντύπων του 19ου αιώνα, όπου η ψευδωνυμική παρουσία είναι ιδιαιτέρως εκτεταμένη. Σε κάποιες στήλες μάλιστα, όπως το χρονογράφημα, είναι σχεδόν καθολική. Τα ψευδώνυμα εδώ δεν μοιάζουν με αληθινά ονόματα και επιλέγονται είτε με μια διάθεση παιγνιώδη, είτε προκειμένου να αποδώσουν ένα βασικό χαρακτηριστικό του συγγραφέα. Εκτός λοιπόν από τη χαρακτηριστικότατη περίπτωση του Ροΐδη, ο Κονδυλάκης γίνεται πρώτα Ακτήμων και μετά Διαβάτης και ο Σπύρος Μελάς Φορτούνιο, για να αναφέρουμε δύο μόνο παραδείγματα. Είναι χαρακτηριστική και η επί σειρά ετών «διάπλαση» ψευδώνυμων συγγραφέων στο περίφημο παιδικό περιοδικό Διάπλασις των παίδων (1879-1922), όπου το ψευδώνυμο ήταν απαραίτητο για όλους τους νεαρούς συνδρομητές που ήθελαν να συμμετέχουν στην αλληλογραφία, στους διαγωνισμούς, στη σελίδα συνεργασίας και στην ανταλλαγή «μικρών μυστικών» (Πάτσιου 1987, 47-69).
Έτσι ξεκινάει τη συγγραφική του δραστηριότητα ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, που εμφανίζεται στη Διάπλασιν από τα εννιά του κιόλας χρόνια ως «Αιθήρ». Με αυτό το ψευδώνυμο υπογράφονται οι συνεργασίες του στο περιοδικό περίπου ώς το 1906, που είναι πια 18 χρονώ και έχει ήδη αρχίσει να δημοσιεύει ποιήματα. Όταν αργότερα επανεμφανίζεται στο εφηβικό περιοδικό υπογράφει ως Όψιμος Κρίνος. Στην ενήλικη δράση του Λαπαθιώτη η ψευδωνυμία, αν και σπάνια, συνδέεται με μια παιγνιώδη διάθεση: ως Πλάτων Χαρμίδης υποβάλλει ποιήματα σε ποιητικό διαγωνισμό του περιοδικού Πολιτισμός το 1921, στον οποίο ήταν επίσης μέλος της κριτικής επιτροπής. Το ίδιο ψευδώνυμο, που μας μεταφέρει με ειρωνικό τρόπο στο περιβάλλον του πλατωνικού διαλόγου, χρησιμοποίησε για να υπογράψει μια σειρά ποιητικών μιμήσεων διαφόρων ομοτέχνων του (Καβάφη, Καρυωτάκη, Καββαδία κ.ά.), τα χρόνια 1938-1939, στο περιοδικό Πνευματική Ζωή υπό τον γενικό τίτλο «À la maniere de…» (βλ. τα κείμενα καθώς και ένα εισαγωγικό σημείωμα από όπου και οι παραπάνω πληροφορίες εδώ ). Η χρήση της ψευδωνυμίας από τον Λαπαθιώτη φτάνει στα όρια μιας ιδιαίτερης φάρσας τα χρόνια 1923-1924, όταν υπογράφει ως Montfonon στην εφημερίδα Έθνος μια σειρά πεζοτράγουδα δίνοντας στο ελληνικό κοινό την ευκαιρία να… γνωρίσει έναν επινοημένο και ανύπαρκτο ξένο δημιουργό, στον οποίο χαρίζει την πατρότητα δικών του έργων, ενώ ο ίδιος εμφανίζεται ως μεταφραστής τους (περισσότερα για το θέμα βλ. εδώ ).