Καταστατικό κείμενο του ελληνικού αισθητισμού για την εννοιολόγηση του ελληνικού τοπίου ως αισθητικού προτάγματος, με όρους οπτικούς, κατ’ επέκταση ζωγραφικούς.
Σταθήτε εις ένα μέρος των Αθηνών ανοικτόν. Εις το Ζάππειον, εις τα Πατήσια, όπου θέλετε. Αναβήτε εις ένα λοφίσκον, λόφον· εις τον Αρδηττόν, εις τον Λυκαβηττόν, εις τον Φιλόπαππον, εις την Ακρόπολιν, εις οιονδήποτε σημείον θέλετε. Προτιμήσατε να αναβήτε εις το εξωκκλήσιον του Αγ. Δημητρίου, υπό την Ακρόπολιν, και στρέφοντες δεξιόθεν όπου σας εχάραξαν και δρόμον να κάμετε ολίγα βήματα μέχρις ότου σας αποκαλυφθούν τα πάντα πανταχόθεν. Εκεί είναι καλύτερα, διότι η κεφαλή του θεατού είναι εις ίσην γραμμήν με όλους τους λόφους και τα βουνά και βλέπει τα πάντα, ούτε πολύ υψηλόθεν, ούτε πολύ χαμηλόθεν.
Πηγαίνετε εκεί, είτε ένα ξηρόν ανέφελον ροδοξύπνημα ημέρας, είτε ένα πάμφωτον μεσημέρι, είτε καλήτερον, τρεις ώρας προ της δύσεως του ηλίου, ότε όλα διαβάζονται καθαρώτερα και απλούστερα από τους αμυήτους οφθαλμούς. Μείνατε εκεί, δύο, τρεις, τέσσαρες, πέντε ώρας. Δεν θα πάθετε τίποτε διά μίαν φοράν. Είναι τόσον ωραία, τόσον ηδονικά να κάθεται κανείς εις το μητρικόν χώμα και να θωπεύη τα χόρτα και τα ωραία πετράδια, με τα οποία τόσον γρήγορα γίνεται ένα. Καθίσατε χωρίς καμμίαν σκέψιν, χωρίς κανένα σκοπόν· αφήσατε την ψυχήν σας ελευθέραν να τέρπεται από τα ορώμενα αθύρματα και τον εγκέφαλόν σας να φωτογραφή εις τον σκοτεινόν του θάλαμον λόφους, βουνά, ακτάς, νερά, καπνούς, χρώματα, ό,τι φαίνεται.
Τί βλέπετε;
Ένα ολόκληρον κόσμον.
Και του κόσμου αυτού το κάθε τι λεπτόν, ξηρόν και το κάθε τι χρωματιστόν. Ακολουθήσατε με τα μάτια σας τα θωπεύοντα δάκτυλά σας το χώμα. Χώμα ξηρόν, ελαφρόν, τριμμένον, κούφον, τρίμματα πετραδίων πολυχρώμων, συχνά και τρίμματα αγγείων του τριμμένου κόσμου. Προσέξατε περισσότερον· μία βλάστησις μόλις διακρινομένη, μόλις προβάλλουσα εις την επιφάνειαν, μικροσκοπικωτάτη, λεπτοφυεστάτη, πολύχρωμος, μόλις εννοουμένη αν είναι ξηρά ή χλωρά. Παρατηρήσατε τα ορατότερα, τα πλησίον σας πετράδια, χορτάρια. Κάθε πετράδι, λιθάρι, χορτάρι, καθήμενον ωραία, διαγραφόμενον διαυγέστατα, προβάλλον την φυσιογνωμίαν του σαν άτομον, σαν άνθρωπος. Το κάθε χορτάρι από την ρίζαν του έως τον χνουν του, έως την τελευταίαν του ακτίνα, τα πάντα ορατότατα εις τον οφθαλμόν. Κάθε λιθάρι, χορτάρι, ανθύλλιον, φυτόν, θάμνος, διαγράφεται τόσον καθαρά, διακρίνεται τόσον πολύ, τόσον πολύ διαφέρει, με τόσην έντασιν επιδεικνύει την ύπαρξίν του, την ατομικότητά του, ώστε κάθε πετράδι, χορτάρι, είναι σαν κάθε κύριον Α., σαν κάθε κύριον Β. Παρατηρήσατε τα πλησίον σας άνθη των ασφοδελών· ένα ένα σάς κυττάζει σαν πρόσωπον· […] Παρατηρήσατε εις τον ελαιώνα, τον οποίον η θέσις σάς παρουσιάζει ως ένα μεγάλο πύκνωμα· όπου υπάρχει ολίγη αραιότης, διακρίνετε τας ελαίας μίαν, μίαν. Τα αραιά δένδρα μάλιστα της Αττικής είναι φυσιογνωμίαι επιφανείς. Παρατηρήσατε τα τρία τέσσαρα κυπαρίσσια πλησίον του εξωκκλησίου. Κάθε δένδρον υψώνεται, επιβάλλεται, διακρίνεται, σαν υπουργός, σαν πρεσβευτής, σαν κύριος εν τέλει, σαν συναντώμενος πρωθυπουργός ή Βασιλεύς εις εξοχικόν δρόμον. […]
Τώρα, στρέψατε τα νώτα προς τον δύοντα ήλιον και παρατηρήσατε την κατάφωτον Ακρόπολιν. Παρατηρήσατε τον αναβαίνοντα λόφον με τα πεύκα του, τας ελαίας, τους αθανάτους, τας παραμικροτέρας γραμμάς. Παρατηρήσατε την φεύγουσαν καμπυλωτήν πλευράν των ροδοπετάλων βράχων από την θύραν της προς το θέατρον του Ηρώδου και πέραν· τα πάντα φέγγουν σαν γράμματα Βαλτάσαρ. Παρατηρήσατε τα Προπύλαια, τον φαινόμενον Παρθενώνα —ένα καλλιτεχνικόν έργον, άνθος φυσικόν θαυμάσιον, εναρμονιζόμενον και εκφράζον αυτήν— τα πάντα φέγγουν, λάμπουν. Και δεν φαίνονται όσον εφαίνοντο, διότι ο καιρός ερροκάνισεν, η βροχή εξέπλυνε τα χρώματα, το πλήγωμα εχόνδρυνεν, ενίσχυσε τας γραμμάς. Φαντασθήτε ότι είσθε εις τα Προπύλαια· φαντασθήτε ότι έχετε ενώπιόν σας, οιονδήποτε τωρινόν οικοδόμημα. Όλαι αι αρχιτεκτονικαί και γλυπτικαί λεπτομέρειαι, αι περίοδοι, αι φράσεις, αι λέξεις, αι τελείαι, τα κόμματα, οι τόνοι, τα πνεύματα, τα πάντα διαβάζονται ανέτως, όπως τα γράμματα κρατουμένης εφημερίδος εις τα χέρια σας. Είναι η εντελής Ελληνική των πάντων εις τα πάντα: Σαφήνεια.
Η δύναμις λοιπόν του Φωτός, ο διαπερασμός αυτού, η διαφάνεια του αέρος, η διαυγεστάτη Γραφή της Γραμμής είναι καταπληκτική. Εις οιονδήποτε ύψωμα και αν αναβήτε, βλέπετε έναν κόσμον ολόκληρον. Έχετε διά της οράσεως την αίσθησιν παντός ό,τι σας περιβάλλει.
Όλα από των μεγάλων μέχρι των μικροσκοπικών: Φαίνονται. […]
Η φυσική αυτή, διαυγεστάτη Γραφή της Γραμμής, δεν είναι δυνατόν παρά να είναι η θεμελιώδης ιδέα, η θεμελιώδης βάσις, η αναπότρεπτος Ανάγκη, προς την οποίαν θέλουσαι και μη θέλουσαι θα συμμορφωθούν αι Τέχναι όλαι. Εις την φυσικήν αυτήν βάσιν στηριζόμενος ο νους θα δημιουργήση το είδος της γραφής της Γραμμής, πρωτίστως εις την Ζωγραφικήν, Γλυπτικήν, Αρχιτεκτονικήν και εις απάσας τας Τέχνας δι’ όλα ανεξαιρέτως τα αντικείμενα της ζωής. Και η γραμμή αυτή κατά φυσικήν ανάγκην θα είναι διαυγεστάτη.
Και αυτό είναι το πρώτιστον χαρακτηριστικόν της ελληνικής γραμμής. […]
Περικλής Γιαννόπουλος, «Η ελληνική γραμμή και το ελληνικό χρώμα», περ. Τα Νέα Γράμματα, τχ. Δ13 (Ιαν.-Μάρτ. 1938) 117-120. Πρώτη δημοσίευση: εφ. Εστία, 12 Απρ. 1910.