Το ποίημα αφορά στην απόπειρα του Σικελιανού να συνομιλήσει με τον ρητορικό τύπο της «έκφρασης» αντιγράφοντας το ανάγλυφο της ράχης του «Θρόνου των Ludovici».
Στο ρόδινα μακάριο φως, νά με, ανεβαίνω της αυγής, με σηκωμένα χέρια, η θεία γαλήνη με καλεί του πέλαου, έτσι για να βγω προς τα γαλάζια αιθέρια…
Μα ω οι άξαφνες πνοές της γης, που μες στα στήθια μου χιμάν κι ακέρια με κλονίζουν! Ω Δία, το πέλαγο είν’ βαρύ, και τα λυτά μου τα μαλλιά σα πέτρες με βυθίζουν!
Αύρες τρεχάτε· ω Κυμοθόη, ω Γλαύκη· ελάτε, πιάστε μου τα χέρια απ’ τη μασκάλη. Δεν πρόσμενα έτσι μονομιάς, παραδομένη να βρεθώ μες στου Ήλιου την αγκάλη…
Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος, τόμ. Β΄, φιλολ. επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, Ίκαρος, Αθήνα 21981, σ. 109.