Στην πεζογραφία του τέλους της ρομαντικής περιόδου (και στην αρχή του Αισθητισμού), ξεχωρίζει η νουβέλα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, Απελλής (1904), που διηγείται την ιστορία του ομώνυμου ζωγράφου της αρχαιότητας που σαγήνευσε τον Μεγαλέξανδρο, παρεμβάλλοντας πολλές παρατηρήσεις ποιητικής στην αφήγηση (γύρω από τις σχέσεις των τεχνών —της λογοτεχνίας, της ζωγραφικής και του θεάτρου— μεταξύ τους, γύρω από τη σπουδαιότητα της αναπαραστατικής πιστότητας στην τέχνη, γύρω από την ερωτική έλξη του ζωγράφου προς το μοντέλο του κ.ά.).
Τόσο ευτυχισμένος, όσο σ’ εκείνον το χρόνο, ο Απελλής δεν είχε σταθεί ποτέ του. Η καινούρια του αγάπη για τη Θηβαία ήτουν καινούρια άνθιση της ζωής του κ’ επαραδινότουν στο νέο πάθος του με τη δύναμη της πρώτης νιότης, απολαβαίνοντας όμως περσότερο. Και μαζί με τον έρωτα έφτασε στην υψηλότατην ακμή της και η τέχνη του. Σ’ ένα καλοκαίρι είχε τελειώσει δύο από τες καλύτερές του εικόνες: την Αναδυομένη, πού ’δειχνε όλη τη δύναμη της ομορφιάς, όλο το βάθος της ερωτικής ευτυχιάς του και την εικόνα του Μακεδόνα καβαλλάρη, που ήταν φωτισμένη από τη φλόγα του ενθουσιασμού, εικόνα του μεγάλου ανθρώπου που μόνο ένας τεχνίτης μεγάλος μπορεί να τον νιώσει, γιατί βλέπει μέσα του ο ίδιος το αντικότισμα του μεγαλείου, την ίδιαν άσβηστη δίψα να βγει από τα στενά σύνορα της ζωής στον μεγάλον κόσμο της ιδέας και της αθανασίας.
Ήταν οι πρώτες μέρες του χινόπωρου, που στα γλυκά κλίματα της Ιωνίας μοιάζει με δεύτερην άνοιξη. Ο Απελλής ηθέλησε να παρουσιαστεί στον Αλέξαντρο για να του πει πως τού ’χε τελειώσει την εικόνα. Από δύο μέρες είχε απλώσει απάνου στον πίνακα το μελανό βερνίκι που μετρίαζε τεχνικά τη ζωηρότη των ανοιχτών χρωμάτων κ’ έκανε να βγαίνουν τα στορίσματα πιαστά όξω από τον πίνακα.
Οι δύο άντρες τώρα εστεκόνταν μπροστά στη μεγάλη ζωγραφιά. Ένα χαμόγελο ανέβηκε στα χείλια του ήρωα που αναγνώρισε τον εαφτό του κ’ έβλεπε μπροστά του ένα δεύτερο βουκέφαλο, ομορφήτερον ακόμα από τ’ αγαπημένο του πολεμικό άτι, γιατί είχε την αιώνια σφραγίδα της τέχνης. Μα ξετάζοντας παρατήρησε στατικός στο ζωγραφισμένο πρόσωπό του μία βαθιά μυστικήν έχφραση, που ο ίδιος δεν την έβλεπε στον ασημένιο καθρέφτη, στο βλέμμα μία μελαγχολία απέραντου κι αχόρταγου πόθου, μία έγνοια για το άγνωστο μελλάμενο, που ο ίδιος δεν την ήξερε και που αρμόδια δεν του φαινότουν για το φωτεινό του χαραχτήρα. Κι όμως ένοιωθε τη δεινή τέχνη του ζωγράφου· τα δάχτυλα έβγαιναν σαν ανάγλυφα και ένας φωτεινός κεραυνός που επετιότουν από το απλωμένο του χέρι, εφαινότουν να χύνεται πέρα μακριά από τον πίνακα με αληθινά τρομαχτική λάμψη. Τότες κοιτάζοντας με προσοχή είπε συλλογισμένος:
«Απελλή, μου φαίνεται τέτοιος δεν είμαι».
«Αλλιώτικος δεν είσαι στον υψηλόν κόσμο της τέχνης» αποκρίθηκε ο ζωγράφος μ’ έμφαση· «τέτοια καταλαβαίνω την ψυχή σου· το μελλάμενό σου φανερώνεται εδώ μ’ όλη την άχραντη δόξα του. Δεν ήθελα μόνο να δείξω του Ελληνικού κόσμου το πρόσωπό σου, μα και τα κρουμμένα μυστήρια της ψυχής σου· είναι η αποθέωσή σου, Αλέξαντρε».
Ο βασιλέας έμεινε σκεφτικός και ο Απελλής επρόστεσε: — «Ας έρθουν οι φοράδες σου· θα σε καταπείσουν πως ξέρω να ζωγραφίζω· είναι κριτές ανώτεροι παρά ο κάθε ζωγράφος».
Κ’ έκαμε τους δούλους να στήσουν την καινούριαν εικόνα μπρος στη μπασιά του χτίριου, όπου εκατοικούσε ο Αλέξαντρος. Κ’ εδιάταξαν να φέρουν τες φοράδες από το σταύλο. Και τα μακεδονίτικα φαριά, που άλλοι σκλάβοι τα κρατούσαν από τα σαλιβάρια, βλέποντας τον ιστορισμένο βουκέφαλο εχλιμίντρισαν όλα, και ο Απελλής είπε, γελώντας για το θρίαμβο: — «Οι φοράδες εγνώρισαν το βουκέφαλο, ίσως κιόλας και τον Αλέξαντρο».
Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Απελλής [1904], Άγρα, Αθήνα 1991, σ. 41-43.