Το δοκίμιο Λαοκόων ή περί των ορίων της ζωγραφικής και της ποιήσεως του Lessing (1729-1781) είναι ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της νεότερης ευρωπαϊκής γραμματείας για τη σχέση των εικαστικών τεχνών (τεχνών του «φυσικού σημείου»), με τη λογοτεχνία. Στο κεφάλαιο 16 ορίζεται αποφθεγματικά η μεθοδολογική αρχή του Lessing για την άρθρωση της συσχέτισης αυτής.
ΙΣΤ΄
[…] Αν ήνε αληθές, ότι η ζωγραφική μεταχειρίζηται προς τας μιμήσεις αυτής μέσα ή σημεία όλως διάφορα της ποιήσεως· εκείνη μεν δηλαδή σχήματα και χρώματα εν τω χώρω, αύτη δε ενάρθρους φθόγγους εν τω χρόνω· αν ήνε αναντίρρητον, ότι τα σημεία πρέπει να έχωσιν αρμόζουσαν σχέσιν προς το σημειούμενον, τότε δύνανται παραλλήλως συντεταγμένα σημεία να εικονίσωσι μόνον αντικείμενα, άτινα, είτε εν όλω, είτε εν μέρει, υφίστανται παραλλήλως· αλλεπάλληλα όμως σημεία δύνανται να εικονίσωσι μόνον αντικείμενα, άτινα, ή ων μέρη, εξελίσσονται αλλεπαλλήλως.
Αντικείμενα, άτινα, ή ων μέρη, υφίστανται παραλλήλως, καλούνται σώματα. Επομένως σώματα μετά των ορατών αυτών ιδιοτήτων είνε τα ιδίως αντικείμενα ζωγραφικής.
Αντικείμενα, άτινα, ή ων μέρη, εξελίσσονται αλλεπαλλήλως, καλούνται εν γένει πράξεις. Επομένως πράξεις είνε το ιδίως αντικείμενον της ποιήσεως.
Αλλά πάντα τα σώματα υφίστανται ου μόνον εν χώρω, αλλά και εν χρόνω. Διατελούσιν υπάρχοντα, και ανά πάσαν της διαρκείας αυτών στιγμήν δύνανται να μεταβάλωσι φάσιν και σχέσιν. Εκάστη των στιγμιαίων τούτων φάσεων και σχέσεων προέρχεται εκ προηγουμένης πράξεως και δύναται να παραγάγη ετέραν επομένην, και ούτω ν’ αποβή οιονεί το κέντρον πράξεως. Επομένως η ζωγραφική δύναται να μιμηθή και πράξεις, αλλά μόνον υποδηλούσα ταύτας διά σωμάτων.
Εξ άλλου μέρους δεν δύνανται πράξεις να υπάρχωσι καθ’ εαυτάς, αλλά πρέπει να συνάπτωνται εις ωρισμένα όντα. Και εφ’ όσον τα όντα ταύτα είνε σώματα, ή θεωρούνται ως σώματα, η ποίησις εικονίζει και σώματα, αλλά μόνον υποδηλούσα ταύτα διά πράξεων.
Η ζωγραφική δύναται εις τας παραλλήλως συνυπαρχούσας συνθέσεις αυτής να χρησιμοποιήση μίαν μόνην στιγμήν της πράξεως, διό πρέπει να εκλέξη την σημαντικωτάτην, εξ ης γίνονται τα μάλιστα καταληπτά τα τε προηγούμενα και τα επόμενα.
Επίσης δύναται και η ποίησις εις τας προϊούσας μιμήσεις αυτής να χρησιμοποιήση μίαν μόνην ιδιότητα των σωμάτων, και πρέπει διά τούτο να εκλέξη εκείνην, ήτις παρέχει την μάλλον αισθητήν εικόνα του σώματος εκ της όψεως, ης έχει χρείαν.
Εντεύθεν πηγάζει ο κανών περί του ενιαίου των γραφικών επιθέτων και της φειδούς εις τας περιγραφάς υλικών αντικειμένων.
Την ξηράν ταύτην των συλλογισμών σειράν ήθελον θεωρήσει ολιγώτερον ασφαλή, αν δεν εύρισκον αυτούς εντελώς επικεκυρωμένους διά της παρ’ Ομήρω εφαρμογής, ή μάλλον, αν αυτή αύτη η παρ’ Ομήρω εφαρμογή δεν ήθελε με αγάγει προς αυτούς. […]
[…] ο Όμηρος δεν ζωγραφεί, ή πράξεις προϊούσας· όλα δε τα σώματα, όλα τα επί μέρους αντικείμενα ζωγραφεί μόνον ως συμμετέχοντα των πράξεων, και συνήθως δι’ ενός μόνον χαρακτήρος. […]
Προς εν αντικείμενον […] ο Όμηρος έχει συνήθως ένα μόνον χαρακτήρα. Το πλοίον είνε αυτώ οτέ μεν το μέλαν πλοίον, οτέ δε το κοίλον πλοίον, άλλοτε δε το ταχύ πλοίον, σπανίως δε το ευήρετμον μέλαν πλοίον. Τον πλουν όμως, τον έκπλουν, την προσόρμισιν του πλοίου φιλοτεχνεί ο Όμηρος εις εικόνα λεπτομερή, εις εικόνα, εξ ης ο ζωγράφος ηδύνατο να εξαγάγη πέντε, ή εξ ιδιαιτέρας εικόνας, εάν ήθελε να καταστρώση το σύνολον αυτής επί της οθόνης.
Αν ιδιαίτεραι περιστάσεις αναγκάζωσι τον Όμηρον, να δεσμεύση το βλέμμα ημών εφ’ ενός μόνον υλικού αντικειμένου, ουχ ήττον όμως δεν προκύπτει εκ τούτου εικών, ην ο ζωγράφος ήθελε δυνηθή να μιμηθή διά του χρωστήρος· αλλ’ επίσταται ο ποιητής το μοναδικόν αυτό αντικείμενον δι’ αναριθμήτων τεχνασμάτων να εκθέση εν σειρά στιγμών, ων εν εκάστη φαίνεται διαφορετικόν· την τελευταίαν δε ταύτην πρέπει να εκμεταλλευθή ο ζωγράφος, ίνα δείξη ημίν γεγενημένον, ό,τι παρά τω ποιητή βλέπομεν γιγνόμενον. Π.χ. Όταν ο Όμηρος θέλη να δείξη ημίν το άρμα της Ήρας, πρέπει να συναρμολογήση αυτό προ των οφθαλμών ημών η Ήβη και δη τμήμα προς τμήμα. Βλέπομεν τους τροχούς, τους άξονας, τον δίφρον, τον ρυμόν και τους ιμάντας και τα λέπαδνα, όχι τόσον ως συνυπάρχουσιν, όσον ως συντίθενται υπό των χειρών της Ήβης. […]
Όταν ο Όμηρος θέλη να δείξη ημίν, πώς ήτον ενδεδυμένος ο Αγαμέμνων, πρέπει ο βασιλεύς να περιβληθή προ των οφθαλμών ημών την πλήρη αυτού αμφίεσιν τμήμα προς τμήμα: τον μαλακόν χιτώνα, το μέγα φάρος, τα καλά πέδιλα, το ξίφος· και ούτω είν’ έτοιμος και λαμβάνει το σκήπτρον. Βλέπομεν τα ενδύματα, ενώ ο ποιητής ζωγραφεί την πράξιν του ενδύεσθαι· άλλος τις ήθελε ζωγραφήσει τα ενδύματα μέχρι του ελαχίστου κροσσού, χωρίς ουδέν να κατορθώσωμεν να ίδωμεν εκ της πράξεως.
Γκόντχολντ Έφραιμ Λέσσινγκ, Λαοκόων ή περί των ορίων της ζωγραφικής και της ποιήσεως, μτφρ. Αριστομένης Προβελέγγιος [1903], Πελεκάνος, Αθήνα 2003, σ. 96-100.