Η περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα από τον Όμηρο, το αρχαιότερο σωζόμενο δείγμα «έκφρασης» (καλύτερα: «εμβλήματος») στην παγκόσμια λογοτεχνία.
Κι έπλασε πρώτα δυνατήν ασπίδα και μεγάλην, όλην με τέχνην και τριπλόν λαμπρόν τριγύρω κύκλον· με πέντε δίπλες έγινεν η ασπίδα και σ’ εκείνην λογιών εικόνες έπλαθε με την σοφήν του γνώσιν. Την γην αυτού, τον ουρανόν, την θάλασσαν μορφώνει, τον ήλιον τον ακούραστον, γεμάτο το φεγγάρι, τ’ αστέρια οπού τον ουρανόν ολούθε στεφανώνουν: την δύναμιν του Ωρίωνος, Υάδες, Πληιάδες, την Άρκτον, που και Άμαξαν καλούν, και αυτού γυρίζει πάντοτε, τον Ωρίωνα ασάλευτα τηρώντας, η μόνη που τ’ Ωκεανού το λούσμα δεν γνωρίζει. Δύο κατόπιν έκαμεν ανθρώπων πολιτείες καλές. Στην μίαν γίνονταν του γάμου χαροκόπι· νυφάδες απ’ τα γονικά συνόδευαν στην πόλιν με τα δαδιά και αλαλαγμός σηκώνετο υμεναίου· και αγόρια κει στριφογυρνούν εις τον χορόν τεχνίτες, αυλοί, κιθάρες αντηχούν στην μέσην και οι γυναίκες ολόρθες εις τα πρόθυρα θεωρούσαν κι εθαυμάζαν. Κι ήταν λαού συνάθροισις στην αγοράν, που δύο φιλονικούσαν άνθρωποι για πρόστιμο ενός φόνου. Ο ένας που όλα επλήρωσεν εκήρυττε στα πλήθη, ο άλλος οπού τίποτε δεν έλαβε· κι οι δύο εμπρός ηθέλαν στον κριτήν το πράγμα να τελειώσει. Του ενός και τ’ άλλου με φωνές τα πλήθη επαίρναν μέρος· οι κήρυκες τα ησύχαζαν και μες στον άγιον κύκλον στα σκαλισμένα μάρμαρα εκάθισαν οι γέροι, και από τα χέρια λάμβαναν των λιγυρών κηρύκων τα σκήπτρα κι εσηκώνονταν κι εδίκαζε καθένας. Βαλμένα ήσαν στην μέση τους δυο τάλαντα χρυσάφι γι’ αυτόν που δικαιότερα την κρίσιν του προφέρει. Την άλλην πόλιν έζωναν δύο στρατοί τριγύρω, που στ’ άρματά τους έλαμπαν και δύο γνώμες είχαν, να την χαλάσουν παντελώς ή τα μισά να λάβουν απ’ όσα κτήματα η λαμπρή χωρούσε πολιτεία· εκείνοι δεν επείθοντο και κρύφια για καρτέρι οπλίζονταν· εφύλαγαν το τείχος οι γυναίκες με όλα τ’ ανήλικα παιδιά και οι γέροντες μαζί τους. Κι εκείνοι εβγαίναν· η Αθηνά και ο Άρης αρχηγοί τους χρυσοί και οι δύο με χρυσά τα ενδύματα, μεγάλοι, όμορφοι, ωσάν αθάνατοι, με τ’ άρματα και πέρα ξεχωριζόνταν· κι έβλεπες μικρά τα πλήθη κάτω· και ότ’ έφθασαν όπου έπρεπε να στήσουν το καρτέρι, στον ποταμόν που επότιζε καθένας το κοπάδι, αυτού καθίσαν σκεπαστοί, με τα λαμπρά τους όπλα. Και δύο ξέμακρα σκοποί σταθήκαν καρτερώντας πότε να ιδούν τα πρόβατα να φθάσουν κι οι αγελάδες. Γρήγορα εκείνα επρόβαλαν και οι δυο βοσκοί κατόπιν· και τούτοι ανυποψίαστοι με σύριγγες επαίζαν. Κι εκείνοι άμα τους ξάνοιξαν, επάνω τους χυθήκαν, μέρος των μόσχων ξέκοψαν και των λευκών προβάτων κι έσφαξαν κει και τους βοσκούς· κι οι άλλοι ως εννοήσαν στα βόδια τόσην ταραχήν, σηκώθηκαν απ’ όπου καθόνταν στο στρατόπεδο, και αμέσως ανεβήκαν εις τ’ ανεμόποδ’ άλογα και γρήγορα τους φθάσαν. Κι εκεί στην ακροποταμιά την μάχην αρχινήσαν, κι απ’ τα δυο μέρη ερίχνονταν τα χάλκινα κοντάρια. Η Έρις μέσα εγύριζεν, ο Κυδοιμός και η Μοίρα, που άλλον εκράτει αλάβωτον, κι αιματωμένον άλλον, άλλον ποδόσερνε νεκρόν στην ταραχήν της μάχης· κι ένδυμα εφόρει κόκκινον απ’ των ανδρών το αίμα. Στρέφονταν κει σαν ζωντανοί θνητοί κι επολεμούσαν, και απ’ τα δυο μέρη τους νεκρούς στο σιάδι εποδοσέρναν. Έβαλε αλλού τριόργωτο και μαλακό χωράφι εκτεταμένον, κάρπιμο και μέσα ζευγολάτες πολλοί με τα ζευγάρια τους το εσχίζαν άνω κάτω. Και όταν γυρίζαν κι έφθαναν στου χωραφιού την άκρην, άνθρωπος τους επρόσφερνε ποτήρι όλο γεμάτο γλυκό κρασί, κι εγύριζαν στες αυλακιές εκείνοι πρόθυμοι του μεγάλου αγρού να φθάσουν εις την άκρην. Μαυρίζει όπισθεν η γη και δείχνει αλετρισμένη μ’ όλον οπού ’ναι ολόχρυση, της τέχνης μέγα θάμα. Φραγμένο κτήμα θέτει αλλού που ’χε υψηλά τα στάχυα, και μέσα εργάτες θέριζαν με κοφτερά δρεπάνια. Και άλλες χεριές επανωτές στες αυλακιές επέφταν, και άλλες με καλαμόσχοινα τες δέναν επιστάτες τρεις διορισμένοι, ενώ παιδιά κατόπι τους σηκώναν χερόβολα στες αγκαλιές και αδιάκοπα τα εδέναν· και ο κύριος στην αυλακιά με σκήπτρον εις το χέρι σιωπηλός εστέκονταν κι εχαίρετο η ψυχή του. Παρέκει κάτω από ’να δρυ σφακτό μεγάλο βόδι για το τραπέζι ετοίμαζαν· κι ωστόσον οι γυναίκες πλήθος αλεύρια μούσκευαν φαγί για τους εργάτες. Αμπέλι μέγα έβαλεν αλλού καρπόν γεμάτο, καλό, χρυσό κι εμαύριζαν ολούθε τα σταφύλια· τα κλήματ’ ήσαν σ’ αργυρά σταλίκια στυλωμένα. Και λάκκον από χάλυβα και κασσιτέρου φράκτην έσυρε γύρω· και άνοιξε στην άκρην μονοπάτι, για να περνούν, όταν τρυγάν το αμπέλι, οι καρποφόροι. Και αγόρια, κόρες λυγερές, αμέριμνα στην γνώμην εφέρναν τον γλυκύν καρπόν μέσα εις τα καλάθια. Γλυκιάν κιθάραν έπαιζε στην μέσην τους αγόρι και με την λυγερή λαλιά τον λίνον τραγουδούσε μελωδικά, και όλοι μαζί τριγύρω του εσκιρτούσαν και τες φωνές τους έσμιγαν με το γλυκό τραγούδι. Αγέλην έκαμεν αλλού ταύρων ορθοκεράτων, και οι ταύροι επλάσθηκαν χρυσού και κασσιτέρου ακόμη· και απ’ την αυλήν μουγκρίζοντας προς την βοσκήν κινούσαν εις το ποτάμι, οπού βροντά στα τρυφερά καλάμια. Χρυσοί βαδίζαν τέσσεροι μ’ εκείνους βοδηλάτες, κι εννέα σκύλοι φύλακες γοργόποδες τριγύρω. Και από τους πρώτους της κοπής δυο τρομερά λιοντάρια βαρβάτον ταύρον άρπαξαν που εμούγκρα ενώ τον σέρναν. Και οι σκύλοι επάνω εχούμησαν και ομού τα παλικάρια. Και αφού του ταύρου έκοψαν το δέρμα τα θηρία αίμα του ερούφαν κι άντερα του κάκου οι βοδηλάτες επάνω τα γοργόποδα σκυλιά παρακινούσαν. Δεν εκοτούσαν δάγκαμα να δώσουν στα λεοντάρια, αλύχταν μόνο από σιμά και πάλι αναμερίζαν. Κι έναν πλατύν βοσκότοπον λευκόμαλλων προβάτων έκαμ’ ο ένδοξος χωλός μέσα εις καλό λαγκάδι, στάνες, καλύβες σκεπαστές, και μανδριά μεγάλα. Κι έναν χορόν ιστόρησεν ο μέγας ζαβοπόδης, όμοιον μ’ αυτόν που ο Δαίδαλος είχε φιλοτεχνήσει της Αριάδνης της λαμπρής εις της Κνωσού τα μέρη. Αγόρια εκεί, πολύπροικες παρθένες εχορεύαν κι εγύριζαν χεροπιαστοί· και οι κόρες εφορούσαν λινά ενδύματα λεπτά, κι είχαν τα παλικάρια από το λάδι λαμπερούς καλόγνεστους χιτώνες. Λαμπρά στεφάνια είχαν αυτές, είχαν χρυσά εκείνοι μαχαίρια, που απ’ αργυρούς κρεμιόταν τελαμώνες· και πότ’ ετρέχαν κυκλικά με πόδια μαθημένα, ωσάν σταμνάς, οπού τροχόν αρμόδιον στην παλάμην τον τριγυρνά καθήμενος να δοκιμάσει αν τρέχει, και πότε αράδα έτρεχαν αντίκρυ στην αράδα. Και τον ασύγκριτον χορόν τριγύρω εδιασκεδάζαν πολύς λαός και ανάμεσα ο αοιδός ο θείος κιθάριζε· και ως άρχιζεν εκείνος το τραγούδι δυο χορευτές στη μέση τους πηδούσαν κι εγυρίζαν. Τον ποταμόν Ωκεανόν και δυνατόν και μέγαν γύρω στον κύκλον έθεσε της στερεής ασπίδος. Και την τρανήν ως του ’καμεν ασύντριφτην ασπίδα, θώρακα κάμνει π’ άστραφτεν όσο η φωτιά δεν λάμπει, κράνος κατόπι στερεόν αρμόδιον στο κεφάλι, καλότεχνο με ολόχρυσο στην κορυφήν του λόφον, και από λεπτόν κασσίτερον μορφώνει τες κνημίδες. Και όλα τα όπλα ως έκαμε τα σήκωσε ο τεχνίτης και του Αχιλλέως τα ’βαλεν εμπρός εις την μητέρα. Και αυτή με τ’ όπλα π’ άστραφταν, του Ηφαίστου δώρο, εχύθη ωσάν γεράκι απ’ την κορφήν του χιονισμένου Ολύμπου.
Ομηρικά έπη-Ιλιάδα Β΄ Γυμνασίου, ραψωδία Σ, στίχοι 478-616, μτφρ. Ιάκωβος Πολυλάς. Αναδημοσιεύεται από το Ψηφιακό Σχολείο .